
Με ένα κιβώτιο γυρνώ
μέσα κοιμίζω το κακό
-του λάθους γυρολόγος!!-
Όποτε φτάνω σε στεριά
μαζεύω χούφτες τα παιδιά
και αρχινά ο λόγος!!
Δε λέω λόγια της χαράς
και παραμύθια της οκάς,
μονάχα ρητορεύω.
Βρίσκω αγνές, καλές ψυχές
και τις γεμίζω ενοχές
τα δάκρυα μαζεύω!!
Τα γέλια παίρνω απ’ τα μωρά ,
τα νιάτα κάνω γερατειά
–περίεργος που θα ‘μαι-
Όπου πατώ μαυρίζει η γη,
ό,τι ακουμπώ βγαίνει πληγή
στο φόβο τους κοιμάμαι.
Δε με φοβίζει ο θεός,
όπου πατώ στρέφει το φως
να μη φανώ στην πλάση.
Ούτε ο χρόνος με κρατά
–άχρονος είμαι στην καρδιά-
άλλο μ’ έχει γεράσει.
Που το κιβώτιο αυτό
σέρνω ξοπίσω σαν στοιχειό,
στην πλάτη σαν βαρίδι.
Κει μέσα έχω το εγώ
που ψιθυρίζει το καλό,
το σκότος πριονίζει .
Φοβάμαι όταν πεταχτεί
όταν θα βγει και θ’ αρπαχτεί
πόσο θα αντέξουν οι ώμοι;
Γιατί όλοι έχετε το εγώ
κρυμμένο μέσα στο μυαλό
μα εγώ το σέρνω ακόμη..