Επίλογος ενός ονείρου ΙΙ Γράφει ο έκπτωτος

Στρέψε το βλέμμα σου, όσο ακόμη είναι νωρίς, να θαυμάσεις τα συντρίμμια, καθώς η δόξα εκλείπει, της σύντομης ζωής μας. Κοίτα τι καταφέραμε. Ας πούμε πως τα κατάφερα για να μη χρειαστεί να λάβεις κάποιο μερίδιο ευθύνης. Δε το χρειάζεσαι εξάλλου, δε το θέλεις, δε πιστεύεις σε αυτό. Έτσι βγαίνεις κερδισμένη, ξεκάθαρη, βγαίνεις η ίδια ακριβώς έτσι όπως μπήκες. Αυτό ζηλεύω. Αυτό προσπαθώ να αποκτήσω και να γίνω, μα κάθε φορά που τοποθετούμαι στη κρίσιμη στιγμή το λάθος πάντα με βρίσκει πρώτο. Πότε πιο περίτεχνα, πότε πιο απότομα, ποτέ όμως με το τρόπο που πλέον θα έπρεπε. Βλέπεις, επιπλέω και βασίζομαι σε αυτό το λάθος. Αγνοώ το φόβο, το αποτέλεσμα. Βλέπω τη κατηφόρα που τόσο καιρό προσπαθώ να αποφύγω κι όμως λατρεύω τη πτώση, γνωρίζοντας πως στην άνοδο θα βρίζω ο, τι ιερό και όσιο υπάρχει. Αυτά τα χρώματα δεν δένουν, αυτές οι ιδέες δε συμπίπτουν, δε διασταυρώνονται αυτά τα μονοπάτια. Περίεργο, μα νιώθω πως σε περίμενα ολόκληρη τη ζωή μου. Νιώθω πως η ζωή μου είναι πολύ μικρότερη από ένα περίμενε, μα θα μπορούσα να σε περιμένω αν όλα μοιάζανε τόσο αληθινά ακόμη για λίγο, λιγότερο από αυτή τη ζωή. Κυνηγάω φαντάσματα προτού καν φτάσουν να χαθούν στη θολή ατμόσφαιρα, στη γκρίζα εικόνα ενός κόσμου χτισμένου από απατηλές ελπίδες. Είμαι ο πυρήνας και η αιτία του μεγαλύτερου σφάλματος μου μέχρι στιγμής, μα πως αλλιώς θα εκφραστώ; Πως αλλιώς θα δείξω πως ο πόνος είναι υπαρκτός, εμφανής πάνω απ ‘ το δέρμα; Άλλωστε το σφάλμα δίνει έννοια στα λόγια που πηγαία ορμάνε να ξεφύγουν από μέσα μου. Ακόμη κι αν δεν καταφέρουν να περάσουν τα πελώρια τείχη σου, τουλάχιστον θα μείνουν, θα αποτυπωθούν επάνω τους μέχρι η βροχή να τα σβήσει. Αν δε γκρέμισα, αν δεν έκανα πέρα όσα μου δίνανε μια χαρά μικρότερη της δικής σου, τότε αυτό μη το διαβάζεις, δεν μιλάει για αγάπη. Ήλπιζα πως θα ήμασταν εμείς τα τελευταία πιόνια όρθια πάνω στη σκακιέρα. Πως θα αντικρίζαμε παρέα των ηρώων τον ερχομό στη στρώση μιας χρυσής ανατολής στα πέρατα του γαλάζιου. Δώσε μου την ανάσα σου, όσο μικρή, όσο λίγη κι αν είναι κι εγώ θα φέρω τους ντουνιάδες και τους ζέφυρους να σε χορέψουν σα πετράδι σμαραγδένιο ανάμεσα σε αστέρια που ζηλεύουν την μορφή σου, μα όλα χάρτινα, όλα για λίγο, όλα ποτέ δικά σου και δικά μου. Το ένα βράδυ κοντά σου, στο επόμενο ξημέρωμα μακριά σου κι ο θάνατος ίδιος κάθε φορά που χρώμα λέει να αλλάξει ο ουρανός. Εάν δεν με είδες να ταξιδεύω μέσα στα δυο σου μάτια, αν τη ψυχή δε τεμάχισα, δεν διέλυσα σε άπειρα κομμάτια για να συμπληρώσω το ελάχιστο κενό σου, τότε μη το διαβάζεις. Δεν είναι, δε μιλάει για την αγάπη. Όλο και μικραίνει, όλο και σκορπάει. Στης νύχτας τη λεπίδα σκοντάφτει όταν μεθάει το συναίσθημα. Μα τι να λέμε τώρα; Τι σημασία έχει; Τι άλλο έμεινε; Σωστά; Δεν υπάρχει κανένας αντίκτυπος των συναισθημάτων απέναντι στη πραγματικότητα. Εκεί το έχασα, εκεί σε βρήκα, εκεί συνεχίζω να χάνομαι, να πέφτω, να πεθαίνω. Όχι πως έχεις κάποια σχέση, για αυτό σώθηκες. Το μόνο που ήθελα ήταν όλα εκτός από εμένα μαζί με εσένα.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.