Απ’ το μηδέν || Του Prattler

Στη ζωή μου, λίγους ανθρώπους γνώρισα, που εκτίμησαν το «μηδέν».

Τους υπόλοιπους δεν τους παρεξηγώ. Απ’το τίποτα, καλό και το ελάχιστο, λένε.

~

Απ’το μηδέν, από μια κόλλα κενή,
Από μια ιδέα που πρόλαβε απ’το χάος να βγει,
Από μια παρόρμηση, από το τίποτα, απ’ των νιάτων την οργή
Μπορείς να μου φτιάξεις έναν κόσμο, που καλύτερό του
Κανείς δε θα βρει;

~

Μου αρέσει να τους παρατηρώ, αυτούς που ξεκινάνε από το Ένα, το Δύο, το Δέκα και τα λοιπά.

Τυποποιημένοι, περιορισμένοι. Ανελεύθεροι. Κυνηγάνε το «Κάτι παραπάνω». Οριστικό, όσο αόριστο κι αν ακούγεται. Και φυσικά, μικρό κι ασήμαντο.

Δυσκολεύομαι να εκτιμήσω το «Κάτι παραπάνω», όσο εύκολα κι αν το κατακτούν. Ποτέ τους, δε θα κατακτήσουν «Τα Πάντα»…

~

Απ’το μηδέν ξεκινώ, μολύβι και χαρτί,
Δεν με νοιάζει «Ο» δρόμος και «η» διαδρομή.
Όλα θα γίνουν, υπομονή!
Δώσε μου χρώμα κι ένα φιλί,
Μία κουβέντα, κι αυτό μου αρκεί…

~

Πόσο τρελό τους φαίνεται, όταν τους μιλάω για «Τα Πάντα», για το πόσο κοντά και συνάμα μακριά από αυτά βρίσκομαι συνέχεια.

«Δεν γίνεται, να είσαι κοντά και μακριά ταυτόχρονα», εικάζουν. Λογικό.

Κανείς του δε σκέφτηκε, πως στο σακίδιο μου, που πάντα κουβαλώ, σε αυτό το αιώνιο ταξίδι προς «Τα Πάντα», δε χωράει η λογική.

~

Κάπου εδώ ζει μια πόλη μικρή,
Εδώ θα ζήσουμε, εγώ κι εσύ,
Μέσα στη φύση και στην ηδονή,
Καμιά στεναχώρια εδώ δε θα μας βρει.
Πιάσε μια πένα κι έλα κοντά μου, πιο όμορφα θα χτίσουμε μαζί …

~

Ατσαλάκωτοι όσον αφορά τις ενδυμασίες τους μα τσαλακωμένοι εσωτερικά. Χαιρετούν τους πάντες με ένα κενό χαμόγελο και τους τυπικούς «κανόνες ευγενείας». Ίδιο. Κενό. Βαρετό.

Στις χειραψίες τους, σφίγγουν το χέρι όσο προστάζει ο άγραφος κανόνας. Ούτε πολύ, ούτε λίγο.

Η φωνή τους έχει την ίδια αύρα. Άψυχη, μέτρια, τυπική, άχρωμη.

~

Εδώ, στην παλάμη σου, ειν’ όλη η Γη,
Και στο μυαλό σου αυτό που όλοι λένε «ζωή»
Και η καρδιά που τα νεύρα κινεί,
Χτυπάει και δίνει στα «Πάντα» πνοή.
Ακόμη και στο «Μηδέν», σε μια κόλλα χαρτί…

~

Το βήμα τους, βαρύ κι ασήκωτο, Μα δε θα χαραμίσω άλλο μελάνι για την πάρτη τους. Δεν έχει νόημα.

Δημιουργώ καλύτερα, όταν βρίσκομαι μακριά από τον στείρο ρεαλισμό τους, τα τείχη και τις φυλακές τους. Εμμονικά προσκολλημένοι στις ιδέες τους, στην εθελοτυφλία και τη στειρότητα, οτιδήποτε δεν είναι αποστειρωμένο το βαπτίζουν βλάσφημο και το καίνε στην «Ιερά Σύνοδο» της αποβλάκωσης.

Ε, λοιπόν, κάψτε το, και κάψτε κι έμενα μαζί του. Δώστε μου τη χαρά, να ζήσω σαν αερικό, παρέα με τους ηλίθιους, τους απόκληρους, τους παλαβούς

~

Απ΄το μηδέν, από μια κόλλα χαρτί,
Κοίτα τι φτιάξαμε, εγώ κι εσύ!

Πόσο «τα πάντα» βρίσκει κανείς,
Δίχως πολλά, φτάνει μονάχα το «εμείς».

Στη μουτζούρα, την τέχνη αν βρεις,
Μέσα στο μαύρο το χρώμα να δεις,

Πάρε την πένα σου, χτίσε μια πόλη,
Κάπου εκεί μέσα, ζούμε πια όλοι!

Δες πώς τρομάζει το Σκότος να ‘ρθει,
Όταν ζεις στη δική σου Ουτοπία, τη Μοναδική.


«Τα Πάντα» είμαι εγώ, «Τα Πάντα» είσαι εσύ,
Διαμάντια που λάμπουνε κάτω απ’τη γη.

Δυσεύρετα και σπάνια,μα αν ψάξεις μπορεί,
Να τα βρεις όπως εγώ εσένα, κι εμένα εσύ.

H φωτογραφία εξωφύλλου αποτελεί έργο του Καμερουνέζου ζωγράφου Angou Walters. Μπορείτε να δείτε περισσότερα έργα του εδώ.



Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.