Εκείνη την ώρα.
Είχαν παγώσει όλα.
Ξαπλωμένοι στις πλάτες μας.
Στις ακόμα ζέστη αναδίδουσες λευκές πέτρες πάνω.
Με το δέρμα να χωνεύει το αλάτι και το ιώδιο.
Με τις πατούσες να φλερτάρουν με τα κύματα.
Που ως τέτοια έπνεαν τα λοίσθια όσο πλησίαζαν στη στεριά.
Με το βλέμμα προσηλωμένο στο ηλιοβασίλεμα.
Στη νεκρώσιμη πομπή του μεγαλοπρεπέστερου βασιλιά όλων.
Ενός βασιλιά καταδικασμένου ή και τυχερού.
– Πείτε το όπως θέλετε –
Να ζει, να βασιλεύει, να πεθαίνει.
Όλα σε μια μέρα.
Όλα τόσο αριστοκρατικά.
Όλα μια θύμηση ότι κάθε στιγμή μετρά.
Μα όλα αυτά ήταν στο μυαλό μας.
Γιατί ο Ήλιος μπορεί να’κανε τη δραματική του έξοδο εκεί μπροστά μας.
Η αυλαία δεν έπεφτε όμως.
Γιατί ταυτόχρονα ξεκινούσε ένα νέο τώρα.
Σε άλλο τόπο.
Με άλλους θεατές.
Σε άλλη παραλία.
Μοιάζουμε άραγε στον Ήλιο;
– Δεν ξέρω αν θα’θελα να μάθω –
Μοιάζουμε άραγε στον Ήλιο;
– Κάθε στιγμή μετρά, μάθω δεν μάθω –
Μοιάζουμε άραγε στον Ήλιο;