Επίγευση καπνού || γράφει το ραφτόπουλο

Σαν άνθιζε γοργά του γραίγου η αλμύρα
το κύμα από την άμμο ζήταγε ένα χάδι.
Ίχνος ν’ αφήσει απά στο δέρμα της το βράδυ
θέλησ’ η έρημος ποτέ από την πλημμύρα;

Κόρη της αρμονίας η ανάσα και το βλέμμα
ζωής σημάδι ετούτων των νεκρών καιρών.
Μυρίζει το αζαχάρ απ’ τις αυλές των χωρικών
σαν των χειλιών σου τ’ άρωμα που μοιάζει ψέμα.

H Λέιλα σιώπησε ξαφνικά την άνοιξη πολύ,
πτηνά χαλνούσανε την ηρεμία της, μετανάστες.
Κόντρα στ’ αγέρι ετούτες τις νησσίδες ασ’ τες
μέχρις να φτάσουν σε μιαν ήπειρο θολή.

Σ’ όνειρο έβλεπε ζωγραφισμένο απ’ τον Μιρό
ένα φιλί, δυο πινελιές κι επίγευση καπνού.
γεμάτο θα ‘ν’ το πλήρωμα που θα έρθει του καιρού
ρίγος στο σώμα σου ν’ αφήσει αισθαντικό.

Χάδι ξανθό κάτω από τ’ αράβικα φεγγάρια
κρατούσε πάντα όσο μια ρουφηξιά από ‘να τσιγάρο
ένοχη απόλαυση που στα κρυφά γουστάρω
πέτρινο ρόδο που αγόρασα 5 δηνάρια

Μιας πάχνης όμως η δροσιά σβήνει τις πινελιές.
Άγγελος της αυγής ο ήλιος ξεπροβάλλει ντροπαλός
καίγοντας το φιλί με της ανατολής το πρώτο φως
απ’ το τσιγάρο και ποτό διώχνει τις ενοχές.

Χάνεσαι νύχτα και ο έρωτας σβήνει μαζί σου.
Το χώμα αφήνετε ξερό, τίποτα μη φυτρώσει
μένει μια ελιά απ’ το Καπ Μπον να τον λυτρώσει
από ένα θάνατο ξερό που κρύβει το κορμί σου.

Αγέραστη έρημος, μοιάζεις τη μέρα ίδια.
Φόβος αβρός θαλασσινών, των Αμαζίρ καμάρι.
Όμως ο γραίγος πόθησε το δρόμο σου να πάρει,
τ’ αρχαία βήματα ακολουθώντας των γκρεκίγια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.