Μέρες περίεργες, χρόνος μηδέν να ζήσω·
Δουλειά,σπίτι για φόρτιση, λίγο φαΐ και πίσω.
Όμως ο δήμαρχος το δέντρο έχει στολίσει,
Στην πόλη κλίμα γιορτινό κι ο κόσμος θα ψωνίσει.
~
Βλέπεις μπαμπάδες που τα φράγκα τους μετράνε,
Δώρα για το μπόμπιρα κι ας μην έχουν να φάνε.
Στον παρακάτω διάδρομο μια μάνα κάνει πράξεις,
«Παρ’ ό,τι θέλει κι άσε το τι φαγητό θα φτιάξεις.»
Τον κολλητό μου ούτε φέτος δε θα δω,
Γιατί ο μούλος του ‘χει κόψει τα ρεπό.
«Άραξε, μπρο μου» λέει «είμαστε νέοι κι αντέχουμε
Μας κόψαν’ τα φτερά μα όσο βαστάμε ‘μεις θα τρέχουμε»
Απέναντι, η γιαγιά, στο σπίτι της κλειδώθηκε·
Και για τα κάλαντα ν’ ανοίξει δε σηκώθηκε.
Παίζει ξανά κορόνα-γράμμα τη ζωή της,
Το κόστος των χαπιών δίνει δώρο στην εγγονή της.
Πήρε απόψε κι ο Αϋλάν το εξιτήριο,
Προχθές υπέκυψε στου κρύου το μαρτύριο.
Μα απόψε πάλι στη σκηνή θα είναι μόνος,
Ειν’ υγιής μα ειν’ της προσφυγιάς βαρύς πολύ ο πόνος.
Η Άννα πάλι έκανε τη μάνα της να κλαίει,
της έδωσε τα κάλαντα για να μην έχουν χρέη.
Κι αυτή με τύψεις παίρνει, μα πρέπει η δόση,
Να πληρωθεί, γιατί η ΔΕΗ το ρεύμα θα τους κόψει.
Και το κορίτσι μου το γέλιο της φοράει,
Και από δωδεκάωρο σε δωδεκάωρο πάει.
Στο σπίτι είμαστε λες κι είμαστε δυο ξένοι
Στης βιοπάλης το ρυθμό, χρόνος για ‘μας δε μένει.
Ο Νίκος άναψε από τώρα μια λαμπάδα
Και την εκτόξευσε με φόρα προς τη ΓΑΔΑ
«Ειν’ οι γιορτές, λέτε, οικογενειακή υπόθεση,
Μα ‘δω και χρόνια τρώτε τ’αδέρφια μου δίχως πρόθεση».
~
Μα είναι το κλίμα γιορτινό, πρέπει να βγούμε,
Να πιούμε, να βρεθούμε και να ξεχαστούμε.
Μα τ’ αύριο ξημερώνει, κι η ίδια ιστορία
Στην ίδια λούπα παίζει, δεν κοιτά ημερομηνία.
Κι όσο η πόλη αυτές τις μέρες καλλωπίζεται,
Και η κατάντια μας στα γιορτινά στολίζεται,
Να θυμηθώ πως πρέπει να προσποιηθώ,
Πως παίζω σε παράσταση με κλίμα γιορτινό…
Η εικόνα εξωφύλλου αποτελεί έργο του Banksy