Ημερομηνία : 27 Ιουνίου, 2013.
Θέμα : Τελευταίο Mail- Υπόθεση Γαμβρία
Προς: Thomasp@^^^^^.gr
Φίλε μου,
Το συγκεκριμένο mail θα το λάβεις μετά το θάνατό μου. Το έχω προγραμματίσει να αποσταλεί περίπου τρεις ώρες μετά το μοιραίο συμβάν το οποίο θα αφανίσει τόσο εμένα όσο και την ίδια τη Γάμβρια.
Το να με αναζητήσεις θα είναι ατελέσφορο. Σύμφωνα με τα στοιχεία αλλά και όλα όσα επακολουθήσουν, και να θέλεις να με ψάξεις δε θα μπορέσεις να με βρεις. Ούτε εμένα, ούτε κανέναν άλλον. Ούτε καν το χωριό…
Η αμοιβή μου βρίσκεται στα χέρια σου. Μόλις εχθές ολοκλήρωσα τη μεταφορά των χρημάτων.
Μη ρωτήσεις πως βρήκα τα στοιχεία σου. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι με το Τμήμα διατηρούσα πάντα άριστες σχέσεις.
Θέλω, προτού σου μιλήσω για το τι θα συμβεί εδώ, να σου ευχηθώ κάθε επιτυχία στην οικογένειά σου αλλά και σε εσένα. Τα χρήματα από την αμοιβή μου είναι υπεραρκετά για να καλύψουν τις σπουδές της Χρυσάνθης και του Λαυρέντη, καθώς και το ποσό που υπολείπεται για να αποπληρώσεις το στεγαστικό σου δάνειο.
Όλο αυτό εύχομαι να επανενώσει την οικογένειά σου. Θεέ μου, έχω τόσα flashbacks από εκείνη την ημέρα. Εγώ στάθηκα ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κι εσύ ο πιο άτυχος.
Θυμάμαι ακόμη εκείνο το ετοιμόρροπο motel στο οποίο είχαμε βρεθεί. Και σου είχα πει κιόλας, όταν επέμενα να βρεθούμε, «Τι πρόκειται να γίνει Κυριακή πρωί εκεί που δεν πατάει ψυχή;».
Κάποιες φορές, ξυπνάω από εκείνον τον κρότο του πυροβολισμού. Εκείνη την ώρα που ο χρόνος έπρεπε να έχει σταματήσει για τον κόσμο, και να κυλούσε μόνο για εμάς.
«Το Κρησφύγετο». Έτσι λεγόταν το μοτέλ. Η μικρή κρυψώνα μας. Εκεί όπου κανείς μας δε φορούσε μάσκα. Εκεί που ήμασταν μόνο εγώ κι εσύ…
Οι σειρήνες ηχούν ακόμη στο υπόβαθρο, πριν τις βρισιές και το πιστολίδι. Βλέποντας τον ένοχο να τρέχει, πηδάω από το παράθυρο και αρχίζω την καταδίωξη.
Αρκετά στενά πιο κάτω, τον τσακώνω και ενημερώνω στον ασύρματο τους συναδέλφους.
Που να ‘ξερα ότι αυτός ο μπάσταρδος ο κουτσομπόλης ο ρεσεψιονίστ θα σε έδινε έτσι στεγνά! Και μιας και μιλάμε για αυτόν, θέλω να ξέρεις, πλέον που δεν έχει καμία απολύτως σημασία, πως στο δωμάτιο 302, το οποίο έμελλε να αλλάξει άρδην τις ζωές μας, τον έχω φυτέψει μέσα στον τοίχο που καλύπτει η ντουλάπα.
Δε θα μπορούσα ποτέ να αμαυρώσω το όνομα του τμήματος. Απ’ τη στιγμή που έγινα ο εθνικός ήρωας που τυχαία βρήκα και συνέλαβα τον αλήτη που δολοφόνησε το γιο του Υπουργού Αμύνης, ένα είχα στο μυαλό μου : Να σκοτώσω αυτόν που λέρωσε το όνομα του πραγματικού ήρωα.
Στο 302 λοιπόν, απέναντι από την κρεβατοκάμαρα. Ξηλώστε τη ντουλάπα και σπάστε τον τοίχο. Εκεί μέσα θα τον βρείτε. Σε σακούλες γεμάτες ναφθαλίνη για να μη μυρίσει το κουφάρι του.
Δεν θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου αυτό. Έπρεπε να το βγάλω από μέσα μου. Πλέον θα με μισείς αιώνια. Το ξέρω αλλά δε με νοιάζει. Πάντα είχαμε διαφορετική άποψη περί της δικαιοσύνης. Για αυτό κι εσύ παρέμεινες στο Σώμα κι εγώ το γύρισα στον ιδιωτικό τομέα.
Ένας τομέας που, μέσα από αυτήν την τραγική συγκυρία, απελευθερώνει εσένα οικονομικά, αλλά και από το βάρος μου. Ποιος να το έλεγε…
Και τώρα, ακολουθεί η τελευταία μου, άτυπη, αναφορά. Τα τεκταινόμενα στη Γάμβρια, και το άδοξο τέλος ενός ένδοξου κατά τον κόσμο ντετέκτιβ.
Ο Λευκός Θόρυβος είχε αρχίσει πλέον να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Αιμορραγίες από τα μάτια, τη μύτη και τα αυτιά, τρομακτική μυική αδυναμία, ολική παράλυση, παραισθήσεις και ολική απώλεια μνήμης. Ολόκληρες μέρες χάνονταν, διάβαζα στο σημειωματάριό μου και έβλεπα γεγραμμένα που ποτέ μου δε θυμάμαι να έγραψα.
Ωστόσο, πριν το τέλος, η διαύγεια που έχω ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Πρέπει. Κάποιος πρέπει να μάθει τι συμβαίνει στη Γαμβρία, έστω κι αν είναι πλέον πολύ αργά.
Τα στοιχεία δεν οδηγούσαν πουθενά, ωστόσο ο Λευκός ηχούσε ολοένα και πιο δυνατά. Πρώτα θύματα ήταν τα κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού του «Λόφου», την ημέρα που όλο το χωριό γιόρταζε, όσο αυτό ήταν εφικτό, τα γενέθλια του γερό-Μανώλη.
Είχαμε ξεχαστεί απ’όλα, το κρασί έρεε άφθονο και ο γερο-Μανώλης μας διηγούνταν ιστορίες από τα παλιά. Ωστόσο, τα γέλια και τα μουχαμπέτια κόπηκαν απότομα όταν συγχρονισμένα εξερράγησαν όλα τα ποτήρια. Ήταν πλέον φανερό,ότι ο ήχος είχε ανέβει κατά πολύ τις συχνότητες του υπερήχου.
Εξετάζοντας αυτά τα ποτήρια, όμως, ανακάλυψα πως υπήρχε φθορά που ξεκίνησε προ πολλού. Ήταν φαγωμένα σε διάφορα σημεία και φάνηκε πως τα λεπτότερα μέρη των δεν άντεξαν αυτή τη συσσωρευμένη πίεση. Τα ντεσιμπέλ του Λευκού, ανέβαιναν καθημερινά απειροελάχιστα, φτάνοντας σε ένα ανυπόφορο για τα υλικά σημείο.
Εκείνη την ημέρα, παρατήρησα κάτι εξίσου ενδιαφέρον : Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο χώρο, δεν τρόμαξαν από τον ήχο, αλλά από τα θραύσματα που εκτινάχθηκαν! Το παρατήρησα καθώς κάποιοι δεν αντέδρασαν ενστικτωδώς για να καλύψουν τα μάτια τους ή γενικά τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα, μάλιστα, να τραυματιστούν ελαφρά. Ο δύστυχος ο Λάζαρος, που είχε πλάτη στο τραπέζι, δέχθηκε κάποια κομμάτια στο σβέρκο του, τα οποία καρφώθηκαν βαθιά προκαλώντας του μεγάλη αιμορραγία.
Έτσι εξηγούνταν όλα. Είχαν τα μάτια τους ορθάνοικτα γιατί δεν άκουγαν. Χρειάστηκε αυτό το γεγονός για να καταλάβω πως όλοι τους είχαν κουφαθεί. Το παραδέχομαι, το είχαν καμουφλάρει καλά το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Από την ημέρα εκείνη κι έπειτα, η κατάσταση ξέφυγε στη Γάμβρια.
Την επομένη ξύπνησα από μουρμουρητά και βογγητά. Είδα από το παράθυρο του δωματίου μου αρκετούς χωρικούς να τριγυρνούν στο χωριό, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι τελείως γυμνοί, άλλοι με τις πιτζάμες τους. Ψέλλιζαν αλαμπουρνέζικα, τα μάτια τους κοιτούσαν στο κενό και έκαναν μάλλον ακαθόριστες κινήσεις στο χωριό. Σε κάποια φάση, άκουσα έναν γδούπο, στα αριστερά από το παράθυρό μου. Ο Άλκης είχε πέσει με το κεφάλι στον τοίχο του οικήματος. Παρά τη σπασμένη μύτη του, σηκώθηκε και προσπάθησε να κινηθεί μέσα από τον τοίχο, χτυπώντας αρκετές φορές μάλιστα αλλά επιμένοντας να συνεχίσει το διάβα του.
Η πρώτη νύχτα συνοδεύτηκε από ακραία καιρικά φαινόμενα. Περίπου μισή ώρα αφού ξύπνησα, παρακολουθώντας παραλυμένος αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό, ο δυνατός αέρας κόπασε, δίνοντας τη θέση του σε ένα χαλάζι που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί.
Η νύχτα αυτή είχε τραγικό απολογισμό για το χωριό. Ο γερο-Μανώλης, μία μέρα αφού έκλεισε τα 96 του, βρέθηκε νεκρός σε ένα μονοπάτι προς τις αμπελιές. Αιτία θανάτου ήταν το κρύο, καθώς ο «Μαθουσάλας» μας «υπνοβατούσε» ξυπόλητος και ημίγυμνος.
Το ερχόμενο πρωί ήταν φανερό πως κανείς δε θυμόταν τίποτε, ωστόσο δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί όλοι κρύωναν και ξύπνησαν όπου να’ναι, εκτός από το σπίτι τους. Ο Παντελής Φιζλάκης, δε, ώρες αφότου μαζευτήκαμε στο κέντρο του χωριού για την αναγγελία των συμβάντων, εμφανίστηκε σε τραγική κατάσταση, μισολιπόθυμος και εξουθενωμένος, από το δρόμο που οδηγεί στο δάσος.
Πρότεινα στους χωρικούς να δεθούν πριν κοιμηθούν. Σε πρώτη φάση, θα αντιμετωπίζαμε το πρόβλημα ατομικά, σαν να υπνοβατούσαμε. Στήσαμε και οδοφράγματα στους δρόμους που οδηγούν προς τα αμπέλια, τους Πύργους και το Δάσος, προκειμένου να μην θρηνήσουμε κι άλλα θύματα.
Όλα αυτά απεδείχθησαν εις μάτην. Το ερχόμενο βράδυ, ο Παντελής υπέκυψε στα τραύματά του και την εξουθένωση. Δυστυχώς, ίδια μοίρα είχε και η Φαίη, η κόρη του, η οποία δε δέθηκε προτού κοιμηθεί καθώς τον κούραρε. Το επόμενο πρωί, βρέθηκε νεκρή, γκρεμοτσακισμένη στις αρχές του μονοπατιού που οδηγεί στους Πύργους. Είναι πολύ επικίνδυνο το εν λόγω μονοπάτι, όπως θυμάσαι, πόσο μάλλον όταν κάποιος το ανεβαίνει με παντόφλες και χωρίς να ελέγχει την ισορροπία και το βήμα του.
Το χωριό βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Μετά βίας προσπαθούσα να συνεννοηθώ μαζί τους. Τους παρότρυνα να δένουν τα χέρια τους το βράδυ, κι εν τέλει, λίγο πριν όλοι καταφέρουν και κοιμηθούν, στον απόηχο όλων όσων συνέβησαν, είχα πείσει τους πάντες να ακολουθήσουν τη συμβουλή μου.
Πράγματι, το επόμενο βράδυ δεν υπήρξε το παραμικρό. Έτσι, όσο το φως της ημέρας μας επέτρεπε, αποχαιρετήσαμε για τελευταία φορά τους αδικοχαμένους συγχωριανούς μας.
Αυτή η τακτική δούλεψε για περίπου δύο εβδομάδες. Εκείνες τις δύο εβδομάδες έψαχνα μανιωδώς κάποιο νέο στοιχείο, κάτι τέλος πάντων που να ρίξει φως στην όλη υπόθεση, που πλέον θύμιζε περισσότερο σενάριο που γράφτηκε από τον David Lynch, τον James Cameron και τον Ταραντίνο μαζί, με έκτακτη συμμετοχή του Στίβεν Κινγκ για να συμπληρωθεί το καρέ παράνοιας, σουρεαλισμού και τρόμου που βιώναμε όλοι εκεί στη Γαμβρία.
Όταν είχα απελπιστεί τελείως, η έρευνά μου στράφηκε στη σφαίρα που είχα βρει στο δάσος, η οποία άρχισε να φέρεται αλλόκοτα.
Αρχικά, κάνοντας εξονυχιστικό έλεγχο, απέτυχα να ορίσω το υλικό κατασκευής του. Θα το θέσω όσο πιο απλά γίνεται: Διάφανο, υπερβολικά συμπαγές και αδιάφθορο κράμα…μετάλλων.
Ο ήχος που έκανε όταν το χτυπούσες ήταν ξεκάθαρα μεταλλικός. Ωστόσο ήταν διάφανο. Έβλεπε κανείς την παραμικρή λεπτομέρεια του εσωτερικού του, που έμοιαζε σαν ένας σύνθετος, υπερσύγχρονος πυρηνικός αντιδραστήρας. Τα στοιχεία ωστόσο που αντιδρούσαν μέσα του ήταν πολλά και δύσκολο να τα μετρήσω. Άλλες μέρες μετρούσα περίπου 70 «λαμπερά φωτάκια» που εκρήγνυνταν άπειρες φορές στο λεπτό, άλλες φορές μετά βίας ξεχώριζα 5-6 λαμπερές ενδείξεις σχάσης.
Εκεί έκανα και το πρώτο μου, τραγικό breakthrough στην υπόθεση. Προσπαθώντας να αποτυπώσω στο χαρτί τις ενδείξεις των στοιχείων που έλαμπαν στη σφαίρα, παρατήρησα πως ανάλογα με τη διάρκεια των ίδιων των «εκρήξεων» και τη συχνότητά τους, σχημάτιζα στο χαρτί κάτι που έμοιαζε πολύ με κώδικα Μορς!
Και κάπου εκεί, βρέθηκα μπροστά σε αυτήν την τραγική ανακάλυψη.
Κάθε μία από αυτές τις εκρήξεις σηματοδοτούσε και μια τεράστια φυσική καταστροφή, υποδεικνύοντας μάλιστα και τις συντεταγμένες όπου αυτές έλαβαν χώρα. Για παράδειγμα, ένα μήνυμα που έλαβα κατά την πρώτη μέρα που προσπαθούσα να αποτυπώσω τα μηνύματα της σφαίρας, σημείωσα τα εξής νούμερα :
40.45.0.14.29.10.79
Αν απομονώσεις ανά τριάδες τα πρώτα έξι νούμερα, απομονώνοντας το τελευταίο, βρίσκεις τις συντεταγμένες που δείχνουν την πόλη της Πομπιήας, ενώ τα τελευταία δύο ψηφία αναφέρονται στο 79 μ.Χ. , όταν και η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από την έκρηξη του Βεζούβιου!
Μία άλλη «έκρηξη» μου έδειξε με μαθηματική ακρίβεια το χτύπημα του Τυφώνα «Σάντι» στον Ατλαντικό που έγινε λιγότερο από μισό χρόνο νωρίτερα. Γενικά, όλες οι φυσικές καταστροφές που συνέβησαν ανά τους αιώνες, ήταν αποτυπωμένοι σε αυτήν την ανίερη Σφαίρα!
Η Σφαίρα προέβλεπε επίσης και καταστροφές που θα γίνουν αργότερα, όπως παραδείγματος χάρη στα τέλη Σεπτέμβρη του 2018 αναφέρει μια τεράστια φυσική καταστροφή κάπου στην Ταϊλάνδη, αλλά και στο πιο άμεσο μέλλον. Στο πολύ άμεσο…
Αυτό που με βάζει σε σκέψεις, αν και πλέον δε θα μάθω ποτέ, είναι ότι αυτή η σφαίρα χρησιμοποιεί τον τρόπο που εμείς οι άνθρωποι μετράμε το χρόνο. Η θεωρία των Κοσμοναυτών από το μέλλον που προσπαθούν να μας προετοιμάσουν για το τι μέλλει γενέσθαι με προβληματίζει ιδιαίτερα. Αλλά, ακόμη κι έτσι να είναι, τι νόημα έχει πλέον; Το μέλλον, για εμένα που έχω τη Σφαίρα στα χέρια μου, τελειώνει σήμερα, σε λίγες ώρες. Και τι να κάνω με αυτό; Τι μπορώ να κάνω; Τίποτε…
Τα δύο Σάββατα που πέρασαν σε αυτές τις δύο εβδομάδες, όπου όπως θυμάσαι, ο Λευκός έφτανε στο peak του, οι ιριδισμοί χρωμάτων της σφαίρας από γαλαζοπράσινοι γινόταν σκούροι, μάλλον μαυροπράσινοι. Σε αντίθεση με τον ήχο, οι εκρήξεις ήταν λιγότερο έντονες και πολύ αραιές. Μάλιστα, πολλές φορές οι αριθμοί που έδειχνε δεν έβγαζαν νόημα, εκτός κι αν μιλάμε για το πολύ μακρινό μέλλον.
Όλα αυτά συνέβαιναν τις δύο εκείνες εβδομάδες, ώσπου, την επόμενη εβδομάδα, η υπνοβασία άρχισε να επηρεάζει κι εμένα. Και μάλιστα όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Βρισκόμουνα σε μέρη όπου δεν θυμάμαι γιατί και πότε κατευθύνθηκα προς, είχα εκδορές στο σώμα μου που δε μπορούσα να εξηγήσω, ενώ ένα πρωινό, άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν στα αμπέλια, φορώντας μόνο το εσώρουχό μου.
Η κατάσταση στο χωριό ήταν ανεξέλεγκτη. Είχε βάλει το χεράκι του και ο καιρός, ο οποίος εναλλάσσονταν από μπουρίνια σε συννεφιά έντονη και αέρα που τρυπούσε κόκαλα. Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου εντελώς.
Υπήρχαν ελάχιστες στιγμές που οι κάτοικοι δεν υπνοβατούσαν στο χωριό, σαν ζωντανοί νεκροί. Μα ακόμη και στις στιγμές που είχαν τις αισθήσεις τους, δεν ήταν εκεί. Απορροφημένοι στην παράνοια που πλέον είχε καταλάβει το μυαλό τους, επικοινωνούσαν ελάχιστα. Στην αδυναμία τους να εξηγήσουν τι συνέβαινε, βάδιζαν σαν παράφρονες, χαμένοι στη μισαλλοδοξία και το φόβο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τους αδικώ…
Ακολούθησε σκληρή μάχη με την παράνοια και αυτήν την άρρωστη υπνοβασία που μάστιζε το χωριό. Υπήρχαν μέρες που ξυπνούσα σε σπίτια άλλων, στο δρόμο, πριν από λίγες μέρες δε, ξύπνησα στο «Λόφο» έχοντας στο ένα μου χέρι το κάγκελο του κρεβατιού μου, το οποίο ξήλωσα, προσπαθώντας να περιπλανηθώ άσκοπα στο χωριό υπό την επήρεια του Λευκού, μιλώντας σε μία γλώσσα που μόνο ένας εξωγήινος θα κατανοούσε. Πλέον, η μέθη αυτή ήταν βίαιη. Οι Γάμβριοι αν έβρισκαν εμπόδιο το γκρέμιζαν. Περνούσαν μέσα από πόρτες, τζάμια, και μάτωναν, σπάζανε κόκαλα, και δεν ένιωθαν τίποτα.
Κλειδωμένος στο δωμάτιό μου, μη προσπαθώντας πλέον να σώσω κάποιον από τους μελλοθάνατους Γάμβριους, μελετούσα με εμμονικό ενδιαφέρον τις κινήσεις της Σφαίρας, χαρτογραφώντας τα σημεία των καταστροφών, είτε ήδη τετελεσμένα, είτε επερχόμενα. Ώσπου, σήμερα, το τελευταίο Σάββατο που θα ζήσω, η Σφαίρα μου έδειξε κάτι φρικιαστικό.
Όλη μέρα περίμενα, πάνω από τη Σφαίρα, να δείξει οτιδήποτε. Πλέον συντηρούσα τον άρρωστο εγκέφαλό μου με κάψουλες καφεΐνης και ισχυρά αναλγητικά για τους πονοκεφάλους. Τα δεύτερα δεν έκαναν τίποτε, ωστόσο η παντελής έλλειψη ύπνου βελτίωσε κάπως την παραζάλη του Λευκού. Πάλι είχα κενά, ωστόσο ήταν τόσο εξασθενημένος ο οργανισμός μου που δεν μπορούσα ούτε να σπάσω την πόρτα ούτε τα φράγματα που έβαλα στο παράθυρό μου.
Σε μια στιγμή διαύγειας, η Σφαίρα φεγγοβολά. Μια μαυροπράσινη λάμψη, μικρή μεν εκθαμβωτική δε, κάνει την εμφάνισή της. Σημειώνω τα νούμερα που μου υποδεικνύει και συνειδητοποιώ με τρόμο πως αναφέρεται στο χωριό Γάμβρια και στο έτος 2013.
Ενστικτωδώς, παίρνω τη Σφαίρα και μεμιάς σπάω την πόρτα που επί τόσες μέρες με κρατούσε ασφαλή από τον εαυτό μου και τους εναπομείναντες υπνωτισμένους χωρικούς.
Συλλέγοντας ότι απόθεμα ενέργειας έχω, τρέχω σαν λυσσασμένος ταύρος εν υαλοπωλείω και φτάνω στην περιοχή των Αμπελιών, εκεί όπου είχα βρει τη Ρουνική Επιγραφή, την ταφόπλακα των Dholes. Με φρίκη, συνειδητοποιώ πως το ένστικτό μου έπεσε μέσα.
Παραδομένος σχεδόν από τις ελάχιστες δυνάμεις που με εγκαταλείπουν, ειδικά βλέποντας το τρομακτικό αυτό θέαμα που θα σου περιγράψω, αφήνω τη Σφαίρα να πέσει από τα χέρια μου και αντικρίζω με δέος τη φρίκη.
Τα επιβλητικά μαύρα σύννεφα που πότιζαν τη Γάμβρια με περίσσια βροχή και χαλάζι σχημάτιζαν, μπροστά στα μάτια μου, έναν τυφώνα. Οι κεραυνοί δεν είχαν το κλασσικό μπλε χρώμα, ήταν κόκκινοι και η συχνότητά τους θύμιζε περισσότερο συνεχές ρεύμα.
Ο αέρας δυναμώνει, ο τυφώνας πλέον είναι ορατός και στέκει απειλητικά εμπρός μου, έτοιμος να καταβροχθίσει τα πάντα στο διάβα του. Την ίδια στιγμή, ο Λευκός δυναμώνει και γίνεται ανυπόφορος σε βαθμό που νιώθεις σαν να στέκεσαι δίπλα σε μία τορπίλη αεροπλάνου. Κρατώντας τα αυτιά μου, νιώθω ένα υγρό να γεμίζει τα χέρια μου. Τα τύμπανά μου βρίσκονται προ κατάρρευσης. Στιγμιαία, ο ήχος κορυφώνεται, χάνεται για δυο στιγμές κι έπειτα, μια σαρωτική έκρηξη διαλύει τον τυφώνα.
Ο πόνος αυτή τη στιγμή που σου γράφω είναι υπεράνω οποιασδήποτε ανθρώπινης αντοχής. το δέρμα μου έχει ξεκολλήσει από το σώμα μου. Κάθε γράμμα είναι και μία κραυγή, μια ακόμη ανάσα να βρω το κουράγιο να εξιστορήσω τα πάντα, προτού όλα γίνουν στάχτη.
Οι χωρικοί, σε παράταξη, καταφθάνουν στον τόπο. Πλέον οι φωνές τους είναι ενωμένες, ψελλίζοντας με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια τα ίδια ακαταλαβίστικα που απ την αρχή του υπνωτισμού μουρμουρίζουν. Με προσπέρασαν χωρίς καν να μου δώσουν σημασία. Εκεί που πριν από λίγο βρισκόταν το μάτι του τυφώνα, έχει δημιουργηθεί ένας κρατήρας.
Οι χωρικοί πλησιάζουν και κοντοστέκονται. Κοιτάζουν τον κρατήρα. Δευτερόλεπτα αργότερα, η γη σείεται.
Ένα τεράστιο Dhole ξεπροβάλλει από εκεί. Είναι καλυμμένο με πολλά γλοιώδη υγρά, σαν να γεννήθηκε μόλις. Ξάφνου, ξεπροβάλλει κι ένα ακόμη δίπλα του. Τα Dholes σηκώνονται στο πλήρες ύψος τους, ξύνοντας με τα κεφάλια τους τον ουρανό, και βγάζουν μια φριχτή κραυγή,σαν Leekers που έχουν καταπιεί μεγάφωνα.
Ο Λόφος στον οποίον είναι χτισμένη η Γάμβρια αρχίζει να υποχωρεί. Είναι πλέον φανερό πως ο λόφος δεν ήταν παρά η παραφουσκωμένη κοιλιά της νεκρής τους μητέρας, που τα προστάτευε μέχρι η «κύηση» να ολοκληρωθεί.
Ο Λευκός Θόρυβος, αυτός που οδήγησε όλους τους επισκέπτες σε φυγή και τους κατοίκους σε παράνοια και εν τέλει, σε μοιραίο και άδοξο τέλος, δεν ήταν παρά μόνο η οργανική αντίδραση της νεκρής εγκυμονούσας, όπου στο τέλος του,ο ολοένα αυξανόμενος υπέρηχος παρήγαγε το ιδανικό οστικό κύμα για να σπάσει η κοιλιά της και αυτά τα ολέθρια πλάσματα είναι πλέον σε θέση να επιβιώσουν μακριά της.
Τα τεράστια, γλοιώδη ερπετοειδή, που δεν έχουν μάτια παρά μόνο βδελλοειδή σαγόνια με τεράστια δόντια, ανιχνεύουν τους υπνωτισμένους χωρικούς, που προθυμοποιούνται να γίνουν βορά στα κτήνη.
Το τι επακολούθησε θα προτιμούσα να μη στο περιγράψω. Ένα εμετικό σφάγιο δίχως προηγούμενο, με αυτά τα βδελύγματα να ορέγονται το αίμα και τη σάρκα των καημένων, ανήμπορων ανθρώπων.
Έπειτα από αυτό, με μια τελευταία κραυγή τρυπούν εκ νέου τη γη και εξαφανίζονται. Νιώθω τη γη να σείεται για λίγο, και αφού πλέον φανερά τα Dholes έχουν απομακρυνθεί, η απέναντι μεριά του ιστορικού αυτού Λόφου αρχίζει να καταρρέει.
Αγαπημένε μου Παύλο, ήρθε η ώρα να σε αποχαιρετήσω. Ο πόνος είναι αφόρητος και οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν.
Θέλω να ξέρεις, πως σε αγάπησα όσο κανείς άλλος στον κόσμο αυτό.
Την τελευταία μου υπόθεση θέλω να τη δημοσιεύσεις. Δεν με νοιάζει το πως, θέλω ο κόσμος να μάθει. Να μάθει τι πραγματικά συνέβη στη Γαμβρία, πώς ο Λευκός Θόρυβος ξεκλήρισε ένα ολόκληρο χωριό για να γεννηθούν δύο τερατουργήματα…
Σε φιλώ για τελευταία φορά,
Ο άνθρωπός σου,
Β.
