«Ίμιλα» || Του Prattler

1η Απρίλη, 1971, Αμβούργο.

Οδός Αμ ΚαίεεΜαί ι

Γενικό Προξενείο Βολιβίας

 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε εντός. Τα είχε σχεδιάσει όλα. Τρία χρόνια πλέον. Τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο στην πραγμάτωση του σχεδίου της. Τίποτε.

 

Ξάφνου το μυαλό της πήγε στον Inti. Θυμήθηκε και φευγαλέα αναπόλησε τις στιγμές τους. Στιγμές σημαδεμένες από το μπαρούτι της επανάστασης, το αίμα των συντρόφων και το μοναδικό συναίσθημα που μπορεί να ανθίσει ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες. Το λουλούδι που φυτρώνει ακόμη και στην έρημο. Ακόμη και στις άγονες πλαγιές που μέχρι και η μητέρα φύση δεν τολμάει να πλησιάσει. Αυτό το μικρόβιο που το λένε Έρωτα, που κατάφερε και βρήκε δρόμο στις καρδιές ακόμη κι αυτών που τις είχαν αφιερώσει σε έναν ανώτερο σκοπό…

 

Οι τελευταίες λέξεις την αφύπνησαν. Ήταν στο μέρος αυτό για έναν ανώτερο σκοπό. Με ένα πετάρισμα των ματιών έδιωξε το βούρκωμα που επακολούθησε τις σκέψεις της. «Για εσένα, Inti» σκέφτηκε για τελευταία φορά και ενανήλθε στο πλάνο της. Φόρεσε ένα χαμόγελο διάπλατο, πλησίασε τη Γραμματεία και με καλοσυνάτο ύφος είπε:

 

– Καλημέρα σας! Θα ταξιδέψω στη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ και θα ήθελα να ρυθμίσω τη βίζα μου. Που μπορώ να απευθυνθώ;

– Μισό λεπτάκι!
imila 1

Χαρούμενη και ευγενική όπως έπρεπε, η γραμματέας σηκώθηκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε προς ένα άλλο γραφείο, στο βάθος του διαδρόμου.

Εκείνη έμεινε φορώντας το χαμόγελο στη θέση της. Η αδρεναλίνη έπνιγε το άγχος. Το πάθος για εκδίκηση σκότωσε το φόβο. Το προσωπείο της «Μόνικα» είχε καλύψει το πρόσωπο της «Ίμιλα» με σχεδόν αψεγάδιαστο τρόπο.

 

«Στις ζούγκλες της Αμαζονίας, οι δυνάμεις ασφαλείας της Βολιβίας, εξόντωσαν  τους κουβανούς τρομοκράτες, του περιβόητου  Guevara. Ο Che, είναι επί τέλους νεκρός!»

Το θυμάται σαν να ήταν εχθές, κι ας πέρασαν έκτοτε δύο χρόνια. Ήταν η μέρα που ξεκίνησε να ζει. Η μέρα που η ζωή της απέκτησε νόημα. Η μέρα που απαρνήθηκε αυτό που της όρισαν άλλοι ως «ζωή». Η μέρα που η στολή των guerrillieros θα αντικαθιστούσε τα ακριβά φορέματα και τους κορσέδες. Για πάντα.

Ήταν ένα απόκομμα περιοδικού που βρέθηκε στα χέρια της ένας Θεός ξέρει πως. Κι όμως αυτή η ζαριά της μοίρας έμελλε να ταράξει την πλούσια και βολεμένη ζωή της. Αμέσως έφυγε από το αρχοντικό. «Θα βγώ να πάρω λίγο αέρα» πρέπει να ψέλλισε στους υπηρέτες. Ούτε η ίδια δε θυμόταν ποσο φθηνή δικαιολογία βρήκε για να παρατήσει τη σκηνή όπου πρωταγώνιστούσε ως μια πλούσια κυρία της κοσμικής ζωής, με κάκιστη μάλιστα ερμηνεία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

-Περάστε! Ο γενικός Πρόξενος σας περιμένει!

«Γαμώτο, Ίμιλα! Θυμήσου, είσαι η Μόνικα. Πας στη Βολιβία για χάρη ενός ντοκιμαντέρ. Μην τα σκατώσεις τώρα. Δεν υπάρχει χώρος ούτε για πρώτες σκέψεις. Είσαι η Μόνικα, είσαι η Μόνικα, είσαι η Μόνικα…»

 

Σε κλάσματα δευτερολέπτου το χαμόγελο της Μόνικα, μαζί με τους ευγενικούς της τρόπους και τη γοητεία της επανήλθαν. Ίσως έδωσε δικαίωμα υποψίας στη νεαρή γραμματέα, αλλά απ ‘όσο φάνηκε δεν υπήρχε η παραμικρή. Θα ήταν πολύ κρίμα αν χαλούσε το πλάνο από μισή στιγμή αδυναμίας, άλλωστε. Χαμογέλασε, πνίγωντας τον περφεξιονιστή εαυτό της Ίμιλα που της προκάλεσε μια μικρή απέχθεια προς τον εαυτό της για το αβίαστο λάθος στο οποίο υπέπεσε, και με τον αέρα της Μόνικα προχώρησε στο γραφείο.

Άνοιξε την πόρτα όλο νάζι και χαμόγελα. Ο χοντρός Πρόξενος μόνο που δεν κατουρήθηκε όταν είδε την εκθαμβωτική Μόνικα μπροστά του. Στραβοκατάπιε τον καφέ του, σκούπισε σαν μικρό παιδί το παχύ του μουστάκι,  έστρωσε τη φωνή του και αναφώνησε:

-Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

Κρατήθηκε να μην τον χαστουκίσει. Σε εκείνο το σημείο η Ίμιλα ούρλιαξε στη Μόνικα και κόντεψε να την κουφάνει. Τα μάτια του Πρόξενου είχαν επικεντρωθεί στο μπούστο της. «Υπομονή, Ίμιλα. Λίγο ακόμη υπομονή.» Εστίασε στο κενό προσποιούμενη πως παρατηρεί τον απαίσιο άξεστο πρόξενο και έκανε να απαντήσει, προτού η φωνή του ερωτήσαντα διακόψει τη ροή της σκέψης της που μετά βίας προσπαθούσε να κρατήσει σε σειρά:

-Καφέ!

Φώναξε στο τηλέφωνο απευθυνόμενος στη γραμματέα του με απότομο ύφος. Γυρίζοντας το βλέμμα του ξανά προς το μπούστο της Μόνικα, συνέχισε:

-Λοιπόν, δεσποινίς…

-Ερτλ, Μόνικα Ερτλ.Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύ­σαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε.

Στο αμήχανο γέλιο της έπνιξε ακόμη μια εμετική σκέψη. Αυτή των γονιών της. Πόσο ντρεπόταν γι’ αυτούς! Οικογένεια «υποταγμένη» και συνάμα υποστηρικτής ενός κομπλεξικού και επικίνδυνου ψυχοπαθή. Ενός ανθρώπου που βούλιαξε στο αίμα την Ευρώπη. Ενός ανθρώπου που ήθελε να διαδώσει το μίσος, την ανελευθερία, την ανισότητα και την παράνοια στον κόσμο. Και μάλιστα, το καθεστώς του αρρώστου αυτού ανθρώπου είχε δώσει στη Μόνικα και την οικογένειά της μια ζωή μέσα στα πλούτη και τα κάλλη. Μια ζωή ονειρεμένη για τους περισσότερους. Και τώρα, ερχόταν το «όνειρο»αυτό να της χτυπήσει το στομάχι με τρόπο βίαιο. Ωστόσο, αυτή κατάφερε και ονειρεύτηκε πέραν των δοσμένων ονείρων, ή των στερεοτυπικών ονείρων που με τόσο θράσος μα και σθένος προσπάθησαν να της μεταδώσουν. Ήταν η Ίμιλα, πανάθεμα της!

-Πως, πως! Έκανε σκεπτικός ο πρόξενος, και πρόσθεσε με ύφος που θύμιζε περιστέρι κατα την εποχή του ζευγαρώματος : Λοι­πόν, κυρία Ερτλ, μπορώ να σας εξυπηρετήσω ε­γώ για το θέμα της βίζας. Ορίστε, η κάρτα μου. Έχει και το προσωπικό μου τηλέφωνο επάνω εάν τυχόν θελήσετε να πάμε για κανέναν καφέ και να με ξεναγήσετε στο Αμβούργο, που ακόμη το α­νακαλύπτω.

 

H καρδιά της κόντεψε να σπάσει καθώς τέντωσε το χέρι της να φτάσει την κάρτα του Πρόξενου. Η Ίμιλα πλέον λυσσομανούσε μέσα της. Το χέρι της ωστόσο ήταν σταθερό. Ευλαβικά έπιασε την κάρτα, τη γύρισε προς το οπτικό της πεδίο και διάβασε από μέσα της.

«Ρομπέρτο Κιντανίγια Περέιρα, Γενικός Πρόξενος Βολιβίας»

Κάνοντας να βάλει την κάρτα στην τσάντα της, έσπασε τα δεσμά της Ίμιλα. Πλέον ήρθε η ώρα. Με ένα χαμόγελο που κι ο διάβολος θα ζήλευε, άφησε την κάρτα στην τσάντα της και τράβηξε ένα colt cobra 38αρι που έκρυψε η Ίμιλα.

Η έκφραση του πρόξενου έδωσε απίστευτη χαρά στην Ίμιλα, η οποία έβλεπε το τριετές της πλάνο, το πλάνο ζωής της, να πλησιάζει στην υλοποίησή του.

«Vitoria o Muerte, Senior!» φώναξε στο κιτρινωπό σκιάχτρο που πριν δευτερόλεπτα ήταν ο Πρόξενος.

Τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος, και το μυαλό της έτρεχε σε όλα όσα καταπίεζε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Κατά τον πρώτο πυροβολισμό, σκέφτηκε τον Τζιάκομο. Αυτός την προμήθευσε με το μέσο που θα άγιαζε τον διαβολικό και συνάμα επουράνιο θέλημά της. «Για εσένα, Giacomo Ferdinelli!» σκέφτηκε, ρίχνοντας στα αριστερά.

Κατά το δεύτερο, σκέφτηκε τα βουνά. Σκέφτηκε πάλι τον Inti και τους συντρόφους που χάθηκαν σε αυτό τον αγώνα. Τις καρδιές που μόνο η αιμορραγία τις σταμάτησε από το να χτυπούν για την ταξική ανατροπή, για το εργατικό προλεταριάτο, για την πάταξη του καπιταλισμού και την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου. «Για εσάς, σύντροφοι!» σκέφτηκε και τα μάτια της βούρκωσαν ξανά, καθώς μάτωνε τη δεξιά μεριά του Πρόξενου.

 

Τέλος, το μυαλό της ταξίδεψε στον άνθρωπο που της άλλαξε τη ζωή με τον πιο αναπάντεχο τρόπο, χρόνια μετά το θάνατό του. Αυτός γέννησε την «Ίμιλα» και επανακαθόρισε τη ζωή του κουφαριού της Μόνικα. Ο άνθρωπος για τον οποίον γινόταν όλα. Ο άνθρωπος που της έδειξε το δρόμο της εκπλήρωσης του ονείρου πάση θυσία.

«Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει» θα ερμηνεύσει αργότερα ένας ξερακιανός κοντοπίθαρος με μύτη γαμψή, που έμελλε να είναι προικισμένος με μια αγγελική φωνή και μια ακόμη πιο αγγελική ιδέα για την τέχνη της μουσικής.

Η Ίμιλα δεν τον γνώρισε ποτέ, ωστόσο αυτός ο στίχος ήταν το μότο της. «Για εσένα, Commandante! Hasta La Victoria Siempre!» Σκέφτηκε καθώς έριχνε την τελευταία σφαίτα ανάμεσα στους πνεύμονες του Περέιρα, σχηματίζοντας το μεγαλοπρεπέστατο πρώτο γράμμα της λέξης Victoria με αίμα.

Για μια στιγμή κοντοστάθηκε να θαυμάσει το έργο της. Ανακουφισμένη και ελεύθερη, πέταξε την ξανθιά της περούκα στο γραφείο του νεκρού δολοφόνου του Ernesto Guevara De la Serna. 

«Φασίστα», ψέλλισε μέσα από το πλέον ειλικρινές χαμόγελο της. Έβαλε το όπλο στην τσάντα της, άνοιξε ψύχραιμα την πόρτα του γραφείου του νεκρού δολοφόνου και εξαφανίστηκε. Τα ίχνη της θα τα ξαναβρούμε σε μερικά χρόνια αργότερα, αλλά αυτό είναι μια ιστορία για αργότερα…

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Μόνικα Ερτλ ήταν κόρη της φωτογράφου και σκηνοθέτη του Αδόλφου Χίτλερ, Leni Riefenstahl, και του κινηματογραφιστή συνεργάτη της, Hans Ertl. Το 1969, παντρεμένη με έναν πλούσιο Βολιβιανό, έρχεται σε επαφή με τον Τσε και τους guerrillieros. Παρατάει την πλούσια και κοσμική ζωή της για να καταφύγει στα βουνά, πλάι στους Guerrillieros που συνέχιζαν να μάχονται για τα ιδεώδη για τα οποία πέθανε ο Che. Εκεί υιοθετεί και το ψευδώνυμο » Ίμιλα η Ινδιάνα».

Εκεί γνωρίζει τον Inti Perendo, αντάρτης που λίγο καιρό αργότερα δολοφονείται από τον αρχηγό των Μυστικών Υπηρεσιών της Βολιβίας.

Ο Τζιάκομο Φερντινέλλι ήταν ένας εκδότης και ακτιβιστής. Λίγο καιρό μετά το συμβάν στο Προξενείο της Βολιβίας, δολοφονείται.

Ο επίλογος της Μόνικα- Ίμιλα – Ερτλ γράφεται δύο χρόνια αργότερα, όταν, όντας επικυρηγμένη, βάζει στόχο να δολοφονήσει, μαζί με τον Ρεζίς, τον Claus Barbie, γνωστό και ως «Χασάπη της Λυόν». Ωστόσο ο Claus μαθαίνει το σχέδιο και της στήνει ενέδρα.

Η Μόνικα Έρτλ απεβίωσε σε ηλικία 36 ετών από τις σφαίρες των εκτελεστών της. Το πτώμα της δε βρέθηκε ποτέ, καθώς μετά την εκτέλεσή της, πετάχτηκε κάπου στη ζούγκλα.

Στο κοιμητήριο της Λα Παζ ωστόσο, υπάρχει μια ταφόπλακα που κρατά τη μνήμη της ζωντανή. Ενα απλό κομμάτι μάρμαρο με το ονοματεπόνυμό της χαραγμένο πάνω του. Το πτώμα της δεν είναι εκεί, είναι όμως παρόν η «Ίμιλα» στα σκαλισμένα αυτά γράμματα και στο ψυχρό μάρμαρο, δείχνοντάς μας το δρόμο προς την πραγμάτωση των ονείρων μας, με κάθε κόστος…

 

Πηγές τόσο για πληροφορίες όσο και για το φωτογραφικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε: http://www.mixanitouxronou.gr/i-kori-tou-arxinazi-pou-egine-antartissa-kai-ektelese-ton-dolofono-tou-tse-gkevara-ektelestike-en-psyxro-apo-tous-volivianous/

https://panosz.wordpress.com/2009/05/13/mihelis-13/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.