Σώπασε τόπε μου || γράφει το ραφτόπουλο

Οι κορμοί των δέντρων μοιάζαν ακούνητοι
προσηλωμένοι σαν τα παιδιά πίσω από τα έδρανα
περιμένοντας με τα μάτια κλειστά
τις βροχές του πρώτου φθινοπώρου.
Πρώτα είδανε τις φωνές του νου και
ύστερα, τις αναθυμιάσεις της μνήμης.
Όσο από το παράθυρο κοιτούσες τους κυμματισμούς
των χαμηλών μας πτήσεων.
Οι άνθρωποι γεμίζανε με τον παλμό του ηλίου
που κρύβεται πίσω από τις αποχρώσεις των φύλλων.
Μακριά από το ποδοβολητό των γκρίζων δέντρων
τα βήματα των ερωτευμένων τους οδηγούσανε ψηλά
στις δαιδαλώδεις αρτηρίες των παλαιών οικισμών
όπου έλαμνε η πεμπτουσία του σήμερα
κι ο ήχος μιας σκούπας στο πεζοδρόμιο
αγκάλιαζε τη λίθινη σιωπή.

Σώπασε κι άκου το δάκρυ που κυλάει από τον ουρανό
τη μέρα εκείνη που θα προστάξω τον θάνατό σου.

Αυτός ο περίπατος ίσως να μην είναι ο στερνός μας.
Τα παιδιά όμως δεν γελούνε πια μέχρι το ξημέρωμα,
τ’ αγόρια πάψανε ν’ αγωνιούν για ένα βλέμμα
καθώς τα φύλλα -ξεδιψασμένα-
κιτρίνισαν στα μάτια της
και ένα-ένα πέφτουνε σαράντα και μία μέρες.
Κυλώ σαν γκρίζο αίμα στα μονοπάτια.
Λόγια μου χρώματα που στέρεψαν στην παλέτα των ποιητών
τι να πεις στο νερό για να του αλλάξεις ρότα;
Δάκρυα πρόωρα τ’ ουρανού ολολύζουν στην πεδιάδα της
στερεύοντας τις ολάνθιστες πηγές του θανάτου
και οι θεές της ποίησης καλούνται πλέον στο καθήκον
σαν η πρεμούρα των δακτύλων να κοίταξε το μελάνι
που χύνεται από τις ανοιχτές μου φλέβες.
Ώσπου να γυρίσουν οι λόγοι
οι φωνές να μεριάσουν τους θρήνους
ταράζοντας τα δάση και τις οικίες των θεών,
τον χρόνο που μας ενέχει και ενέχεται σε εμάς.
Μια λέξη πάλι δεν θα γραφτεί από τους ποιητές
κι όσα λόγια κι αν ειπωθούν θα πέσουν άψυχα
σαν κόκκινες σταγόνες στο χαρτί.

Σώπασε λιγάκι σε τούτο μου το ταξίδι
άσε με να μετανιώσω πως δε θα σ’ ακούσω ξανά

Το βλέμμα στερεώθηκε μακριά απ’ αυτόν τον ίκτερο.
Πως αλλάξαν έτσι χέρια τα όπλα μας;
Τα θέλω μας πως αυτομόλησαν από τη μια μέρα στην άλλη;
Άστεγοι γνέφουμε πως δεν τελείωσε
όμως ποιος θα μας σώσει από ετούτες τις ψιχάλες;
Χωρίς την αγκαλιά οι τοίχοι δύναμη δεν έχουν
και οι φωνές που πέφτουν απ’ τον ουρανό υγρές
βουίζουν άναρθρα πάνω στη σιδερένια γη.
Αντιλαλλούν τα δωμάτια όταν τ’ αφήνεις άδεια
κι ακούω ξανά τα λόγια που δεν θέλησα να σου πω
ώσπου να χαθούνε στους δαιδάλους της μνήμης
σκυμμένα μπροστά στο θάνατο.

Σώπασε τόπε μου, να σ’ αγαπήσω.

Δεν είναι σιγουριά πως θα ‘ρθουνε ξανά τα χελιδόνια,
η επανόρθωση δεν γνέφει το σαράκι, μη φοβάσαι
μία φορά όμως θα κάνω το ταξίδι που τους χρωστάω
στη θύμηση των γραμμών που διέγραφαν
πάνω στους δικούς μας ουρανούς.
Κάθε στιγμή ένα βήμα μακριά από το κορμί σου.
Στάσου λιγάκι, να σε προλάβω.
Πίσω μας ο ήχος απ’ τις φωνές του νου.
Μη φοβάσαι, μια στιγμή ήτανε μόνάχα
μια στιγμή στα γόνατα θα σταθώ και θα φύγω.
Και σαν ξεμείνω από ανάσες και τα χείλη μου πρηστούν
θα στρώσω στον χρόνο μία γωνιά για να κουρνιάσω
ελπίζοντας να κοπιάσει ξανά σιμά μου το φθινόπωρο
και μαζί του τα δάκρυα τους πρωινού μιας αλλοτινής Κυριακής.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.