Μέχρι να Φύγουν Τα Σύννεφα || Του Prattler

Στη σκοτεινή κι απόψε πόλη,
Που όπως λέει και το κανάλι
«Άγιοι είν’ οι κυβερνήτες, μα οι άνθρωποι διαβόλοι»
Τα φώτα της κι απόψε δε θ’ ανάψει πάλι.

Οι δρόμοι είναι κενοί, οι άνθρωποι απαθείς,
Στα σπίτια τους μαντρωμένοι, με τα κεφάλια κάτω
Κοιτάζουν στο καθρέπτη, μπας και βρουν αν έχει πάτο,
Τούτο το βαρέλι π’ όλο πέφτουνε, θαρρείς.

Και η Πόλη καλλωπίζεται, κρυφά, στα άσημα σοκάκια
Φοράει κόκκινο και μαύρο, ουράνια τόξα φωτίζουν το φοβισμένο της κορμί
Που θέλει απόψε να χορέψει, να φωνάξει και να πει
«Φωτιά και λαύρα στα μισάνθρωπα ανθρωπάκια!»

~

Κι έτσι, απόψε βγαίνει απ’ την κρυφή της τη φωλιά,
Τα μάτια της, αδύναμα, δε βλέπουν στο σκοτάδι·
Με βήμα αργό και ήσυχο, σαν τις ψυχές στον Άδη,
Που δε θέλουν να ταράξουν τις ανήσυχες ψυχές, που ακούν’ ακόμη του πάνω κόσμου τη μιλιά

Σιγά σιγά τα μάτια της προσαρμόζονται, και κάτι σαν να βλέπει
Τα ουράνια τόξα φεγγίζουν το διάβα της, το κόκκινο σα λευκό πια λαμπυρίζει
Και η πάλαι ποτέ όμορφη πόλη, λες και συσσωρευμένη οργή πλέον μυρίζει·
Ψίθυροι απ’ τα δωμάτια ξεκινούν- μια υπόκωφη κραυγή την ατμόσφαιρα διέπει

Οι κάτοικοι βγαίνουν, δειλά-δειλά, στα μπαλκόνια τους
Κάποιοι φοβούνται, και σφίγγουν στα χέρια τους ασήμαντα υπάρχοντα
Κάποιοι μουρμουρίζουν «Όμορφη πόλη δίχως άρχοντα»
Στους καθρέπτες τους, οι Άγιοι, γυαλίζουν τα γαλόνια τους.

Στιγμές μετά και η πόλη πλέον βράζει,
Κάποιοι θρασύτατοι στο δρόμο κατεβήκαν,
Πίσσα το σκοτάδι, μα στο πρόσωπο της παλιάς τους Πόλης κουράγιο βρήκαν
Στο βάθος του δρόμου, ένα όπλο ωρύεται, ένα κοπρόσκυλο γρυλίζει, το λυσσασμένο του στόμα σάλια στάζει.

Οι δρόμοι των δύο συναντώνται, οι παλμοί χτυπάνε ρυθμικά και μαζικά
Απέναντι οι Άγιοι, με όπλα, με φοβέρες κι ουρλιαχτά
Αίμα ζητούν· απειλούν πως θ’ αμολήσουν τα σκυλιά

Μα οι Άγιοι είναι λίγοι, οι κολασμένοι πιο πολλοί
Γίνονται ακόμη περισσότεροι- δε φοβούνται τη σφαγή
Και η πόλη πλέον φωτίζει, με το χρώμα απ’ των ανθρώπων τη φωνή
Που ο ήχος τους σπάει τα φωτοστέφανα και σκίζει των γαλονάδων τη στολή.

Ακολουθεί μάχη, ξεσπάει βία, άνθρωποι κείτονται νεκροί
Μα η μάχη είναι άνιση και πλέον κερδηθεί
Απ’ τους παρίες, τους δειλούς, όσους το φως μέχρι τώρα ποτέ δεν είχαν δει
Στη μέση της πλατείας, η τσακισμένη Πόλη, με πείσμα προσπαθεί να σηκωθεί

Περήφανα σηκώνεται, μπροστά στον κόσμο ορθώνεται
Και κάνει νόημα στον κόσμο, αιτούμενη συμμετοχή
Να πουν μαζί ένα τραγούδι, ένα σώμα, μια φωνή
Υψώνοντας στον ουρανό τις πολύχρωμες σημαίες, στο θέαμα των οποίων ο κόσμος πλέον ενώνεται

Και ρυθμικά τραγουδά
Όλος ο κόσμος, δυνατά
Και η φωνή τους σα θεριό
Υψώθηκε και τσάκισε τον μαύρο ουρανό:

~

Όσο χτυπούνε, θα χτυπώ
Κι όσο με σιωπούν, θα απαντώ


Τον κόσμο που φτιάξανε για ‘μένα θα γκρεμίζω
Και με τα ερείπια αυτά νέο κόσμο θα χτίζω

Για έναν κόσμο δίχως καταστολή
Για μια ζωή που αξίζει κανείς να ζει


Για τα αδέρφια μου που χάθηκαν για ‘μένα
Για τους γονείς που είδαν τα παιδιά τους πεθαμένα

Με μια κραυγή που θ’ ακουστεί
Ως την αντίπερα ακτή

Θα ‘μαι το φως μεσ’ το σκοτάδι σας
Τ’ ατίθασο κατσίκι στο κοπάδι σας

Ουράνια τόξα θα προβάλλω
Χρώμα στη μαύρη σας ψυχή θα βάλω

Και το τραγούδι μας δε θα πάψει
Μέχρι τον κόσμο σας ολόκληρο να κάψει,


Μέχρι να ζω χωρίς να φοβηθώ.

Μέχρι τη μέρα που δικούς μου δε θα θρηνώ
Μέχρι τη μέρα που θα διαδηλώσω χωρίς να σκοτωθώ
Μέχρι να παίρνω ότι αξίζω
Μέχρι τους στόχους μου ν’ αγγίζω


Μέχρι να μην υπάρχουνε σύνορα,
Μέχρι να φύγουν τα σύννεφα

*Σημείωση: Η φωτογραφία εξωφύλλου αποτελεί έργο του veetaitheartist

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.