Οι ψιχάλες έξω
δυναμώνουν στο ρυθμό
του θροΐσματος μιας χουρμαδιάς
ώρα οι ανθοί να πουν
τις καληνύχτες τους
οι σταγόνες γλιστρούν
στα πέτρινα μπαλκόνια
αρδεύοντας ακούσια σαν βυθίζονται
το χώμα και τις ρίζες της νιότης
μια εισπνοή σε κενό αέρος.
Λιγνό κλαράκι, δέρμα απαλό
πως με τ’ αγκάθια μόνη σου
τσιμπιέσαι;
Ταπεινά, ήρεμα, σιωπηλά
τον πόνο τους νικά μονάχα η υπομονή.
Στη φυλακή της γλάστρας
ο σπόρος γύρεψε ταξίδια.
Συνήθεια είν’ το πότισμα
το ίδιο και η ανάσα
άρωμα απ’ τα πέταλα
χείλη που γίναν τριάντα φιλιά.
Μια γλάστρα άδεια
βρέχεται μαζί της
το χώμα μονάχο γεμάτο
μνήμες θρεπτικές
Η σιωπή να ‘ναι η απώλεια
ή μήπως οι ρίζες που γίναν φτερά;
Μάρσα 23.11.2020