Κοιτάζω έναν κακόμοιρο
απ’ το μπαλκόνι του ρετιρέ
-του ρετιρέ της δικής μου ματαιοδοξίας-.
Η νύχτα μυρίζει κλεισούρα, μοναξιά
κι ο φόβος τη χρωματίζει μαζί με τα χαμόγελα
των πορτοκαλί φώτων.
Πίσω απ‘ τους ασημένιους κάδους σκουπιδιών
και τα τσαλιά που κάποιος μέρες άφησε να σαπίσουν.
ένα σκυλί ακουγότανε ολούθε, ν’ αλυχτά.
Σημάδι λέγαν κάποτε πως έρχονται.
Σειρήνες τον περικυκλώνουν με τα φτερά τους,
μοιάζει το τραγούδι τους σήμα κινδύνου.
Τι να ‘ναι τότε ο κίνδυνος
αν όχι ένα δάχτυλο που δείχνει προς τα ‘σένα
ή μια θηλιά που έπλεξες μονάχος
γύρω από το λαιμό σου;
Καθώς τον βάζουν μέσα
ακούγονται μονάχα δύο λέξεις.
«ΘΑ ΦΤΑΙΤΕ».