Ώρα 9:42 π.μ.
Χτυπάει το κουδούνι επανειλημμένα. Έπειτα από προσπάθεια , σηκώνεται.
Στιγμιαία φτιάχνει κάπως τα μαλλιά του,απαντάει ένα βιαστικό «έρχομαι» καθώς ψάχνει τα κλειδιά.
Είναι πάνω στην πόρτα, παρατηρεί.
Δε ρωτάει ποιος είναι. Δεν ξέρει ποιος είναι έξω,αλλά γνωρίζει πως μάλλον θα έπρεπε.
«Καλημέρα Ζώη, αγόρι μου. Πως είσαι σήμερα;»
Γνώριμη φυσιογνωμία,άγνωστο όνομα. Θέλει να απαντήσει αλλά νιώθει αβεβαιότητα.
«Ο Χρήστος είμαι , αγορίνα μου. Ο «κυρ Χρήστος», όπως με φωνάζουν όλοι. Ο σπιτονοικοκύρης σου», συμπληρώνει και τελειώνει με ένα συμπαθητικό χαμόγελο.
«Καλημέρα Χρήστο. Κυρ Χρήστο. Υπάρχει κάποια οφειλή που…;»
«Όχι,όχι αγόρι μου, καμία. Ήρθα απλώς να δω τι κάνεις. Α, παραλίγο να το ξεχάσω! Σου έκανε η γυναίκα μου,η Φρόσω, η Ιερά Φρόσω όπως την αποκαλούσες, τυρόπιτα. Νέο παιδί είσαι,πρέπει να τρως πρωινό!»
«Ευχαριστώ πολύ Χρη…Κυρ Χρήστο! Πείτε στην κερά Φρόσω ότι την ευχαριστώ πολύ. Είμαι σίγουρος πως η…πίτα της θα είναι εξαιρετική!»
«Χεχεχε, να ‘σαι καλά μικρέ! Ότι χρειαστείς, ξέρεις που να με βρεις. Και καλή δύναμη…»
«Καλή δύναμη;» Σκέφτηκε αφού έκλεισε την πόρτα. Περίεργη ευχή πρωί – πρωί. Δεν έδωσε περαιτέρω σημασία όμως. Έβαλε στο μπρίκι ελληνικό και άναψε ένα τσιγάρο.
Κοίταξε αδιάφορα το κινητό του. «Α,πήγε ήδη 26; Τρέχει ο καιρός».
Σέρβιρε τον καφέ του και κάθισε στο τραπέζι. Άναψε το δεύτερο τσιγάρο,και άρχισε να της μιλάει.
«Προβλέπεται ζόρικη μέρα σήμερα. Πρέπει να προλάβω να τελειώσω τη σκηνή. Είχα μια ιδέα. Λέω να γυρίσουμε τη σκηνή με στατική κάμερα. Ο καυγάς,έτσι,θα είναι πιο «ρεαλιστικός». Άλλωστε,θεωρώ πως είναι πολύ μπανάλ να κάνεις κοντινό στα πρόσωπα την ώρα του peak. Θέλω έναν ρεαλιστικό καυγά, μια πραγματική κρίση. Τι λες; »
Καμία απάντηση. Άναψε δεύτερο τσιγάρο και κοιτούσε για αρκετή ώρα προς το μέρος της. Η πλήρης απάθειά της άρχισε να τον εξοργίζει.
«ΟΚ, πάλι σιωπή. Τίποτα να μη λέμε πια. Εγώ να σου μιλάω κι εσύ απλά να με κοιτάς με αυτό το επικριτικό βλέμμα. Με αυτό το νεκρό βλέμμα. Τι θέλεις επιτέλους; Να μη μιλάω; Να μην υπάρχω; Τι θέλεις; »
Σιωπή.
«Ώρες ώρες απορώ πραγματικά τι κάνεις μαζί μου. Παίζεις; Τη βρίσκεις να βασανίζομαι; Πατάς πάνω στην αγάπη μου και τι κάνεις; Κάθεσαι εκεί και με κοιτάς. Με κρίνεις. Πάντα. Κάθε λεπτό. Σε κάθε κίνηση. Δεν αντέχω άλλο,δεν αντέχω!»
Με μιας εκσφενδονίζει το τραπέζι προς το μέρος της. Όλα όσα υπήρχαν πάνω στο τραπέζι γίνονται θρύψαλα. Μια φωτογραφία, ραγισμένη και μέσα σε σωρεία από γυαλιά πιάτα και ξηροκάρπια, δείχνει μια πανέμορφη γυναίκα,ντυμένη απλά,και χαμογελάει σχεδόν νοσταλγικά και με μια δόση πικρίας.
Ο Ζώης στέκει μόνος, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Ρίχνει μια ματιά στο «έργο» του. Το βλέμμα του πέφτει στη φωτογραφία , και καταρρέει…
(Το Δεύτερο Μέρος της «Λούπας» μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας εδώ )
[…] (Το Πρώτο Μέρος της «Λούπας» μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας εδώ ) […]
Μου αρέσει!Μου αρέσει!