Το Ληθονήσι ΙΙ γράφει Ο Έκπτωτος

Μακριά απο τη φύση, έξω απ ‘ το βλέμμα του ουρανού,
επάνω σε μια θάλασσα πλαστική,
ο άνθρωπος του τώρα κατέληξε να ζεί.
Στο νησί των Λωτοφάγων.
Στη μέση της μέσης του πουθενά.

Όπου τα όνειρα σκίζονται απο το φως της μέρας
και τα συναισθήματα κρύβονται σαν ζώα τρομοκρατημένα
σε σπηλιές πελώριες και απύθμενες.
Να τρώμε τον γλυκό λωτό, της λήθης πρώτο πιάτο!
Να αρρωσταίνουμε, να εξασθενούμε, να υποτροπιάζουμε,
να πνιγόμαστε , να τυφλονόμαστε και να χανόμαστε!

Τώρα άλλο δεν μένει, παρά ο εφιάλτης τούτος να τελειώσει…
Μα Ο Οδυσσέας αυτή τη φορά δε θα μας σώσει…


«Μπρός Ολοταχώς» είπαμε και τραβήξαμε για το νησί!
Ελπίζωντας να βρούμε την χαρά στο ωκεάνιο πέλαο της.
Ελπίζωντας…
Μα αφήσαμε πίσω τη λύπη, τα βάσανα μας, τους πόνους,
τους προβληματισμούς και την αμφιβολία μας.

Μα φυσικά!
Τούτα βαραίνουν τον άνθρωπο!
Μα ποιός να το περίμενε, τόσο μεγάλο ψέμα;
Πως του νησιού τούτοι οι καρποί, θα μας ηπιούν το αίμα;


«Καλώς ορίσαμε!» λοιπόν, στο νησί όπου θα βρούμε
την ευτυχία κάπου βαθιά, καλά κρυμμένη.
Μοιάζει κυνήγι θυσαυρού σε μέρη ανεξερεύνητα,
ψάχνοντας τη λάμψη τη χρυσή.
Περιμένοντας το φως του Ήλιου να προδώσει τη κρυψώνα της,
μέσω της αντανάκλασης, της αποκάλυψης.
Μα κανείς πια δεν καταλαβαίνει,
Πως αυτός ο Ήλιος δεν μας ζεσταίνει;


Μάταιο το κυνήγι της…
Χρυσάφια βρήκαμε πολλά και λάφυρα με άγνωστα πρόσωπα,
στον χρόνο ξακουστά τόσο, που αν απλώσω το αφτί μου
στον ψίθυρο του ανέμου, μπορώ ν’ακούσω τ’ονομά τους.

Πέρασε καιρός απο την έλευση και πια δεν αναγνωρίζω
Τα μάτια τους, το πρόσωπο τους.
Η γλυκία σάρκα του καρπού πλέον ξινίζει
καθώς στο λαιμό μου κατεβαίνει.
Όσοι το φρούτο δεν μπορούν να φάνε,
τη νύχτα εξαφανίζονται, γίνονται σκιές και σιωπή.
Μα που να πήγαν άραγε;


Ένα βράδυ μιας ημέρας άγνωστης,
τα αστέρια θαύμαζα στου ουρανού το σώμα.
Πόσος καιρός μας έμεινε;
Πόσο θ’αντέξω ακόμα;
Χαλάλι όσα έχασα κι ας ήτανε πολλά, σκορπίσαν στον αγέρα…
Μονάχα ενα μου έφυγε, και τούτο με σκοτώνει,
τ ‘ ανθρώπου η ημέρα…


Δώρο των θεών!
Του παρελθόντος στοχασμός, του μέλλοντα ανάμνηση.
Άνθρωπε τη μέρα σου μη σπαταλάς!
Ευλογία το άνοιγμα των ματιών, στο πρώτο φως της μέρας.
Κάθαρσις δίκαιη και γλυκιά η λύπη, καθώς η νύχτα πέφτει
και σκεπάζει γλυκά την κορωνοφόρα Περσεφόνη.
Μα τι ομορφιά που έχει τούτη η μέρα, δές!

Ποτέ ξανά δεν θα τη βρείς.
Σαν ερωμένη σου να της φερθείς.
Να πάρεις ό, τι μπορείς γιατί ποτέ δεν θα τη ξαναδείς.
Μέσα σε μέτρα να τη βλέπεις και παραπάνω μη ζητάς,
απ ‘ αυτά που σου αξίζουν.

Φίλα τη στο μέτωπο σαν κόρη λευκοφορεμένη,
απο τα χέρια σου, τα χέρια της μην αφήσεις.

Και σαν Ο Ήλιος βασιλέψει κι η θάλασσα γλυκά χαιδεύει
τ’ακρογιάλι με το κύμα της, σαν τ ‘ αηδόνια πάψουν το τραγούδι τους,
τότε αποχαιρέτα την.
Έφυγε η μέρα άνθρωπε.
Πίσω δεν θα ξαναγυρίσει…

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.