Χάιδευε τα μαλλιά της.
Και καθώς τα δάχτυλα
Μέσα από τις καστανόμαυρες μπούκλες περνούσαν.
Βρήκε το νόημα.
Ποιο νόημα δεν ήξερε.
Αλλά το βρήκε
σε εκείνο το ενσταντανέ.
Καθώς μόλις το χέρι αποτραβήχτηκε.
Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του.
Και μια ζεστασιά
που προ ολίγου στο στέρνο του κατοικούσε
– Ίσως για τελευταία φορά –
Ήδη ανέβαινε προς τον ουρανό.
