Το κίτρο αναβλύζει απ’ τις κρυφές αυλές
καθώς δροσιά χύνεται απ’ το στόμα ενός εργάτη
το καρπούζι που ‘σπασε και με το χέρι τρώει.
Την αλμύρα από το σώμα παίρνει ο λίβας
κουβαλώντας μίαν άλλη
αγαπητικιά θαλασσινή.
Δυο χάντρες πέφτουν και χτυπούν
χαλώντας την ησυχία.
Θα την φέρουν πίσω τη νύχτα
τα τριζόνια.
Εδώ, κάτω απ’ τους κέδρους που ‘χουμε κρυφτεί
αναζητώντας τις παρεξηγήσεις μας,
αυτός ο κόσμος αξίζει να ερμηνευθεί ξανά.
Οι αγώνες τέλειωσαν.
Ας τους εφεύρουμε.