Μέρος του έντυπου (σε μια κόλλα χαρτί) ποιήματος «η συνείδηση του Μίκυ».
[…]
παιδιά μικρά, αγόρια και κορίτσια
ορφανά, με ένα χαμόγελο στα χείλη
παιδικό, εφηβικό
μια μπάλα σκασμένη, στέκει στην γωνία
το γρασίδι είναι κόκκινο
έχει ποτιστεί με το αίμα των παιδιών
κρύβονται στη γωνιά
σκουπίζουν δειλά τις μύτες τους
μάτια μελανιασμένα
χαμόγελο που έγινε φόβος
στην αναζήτηση των ξεχασμένων στίχων
είδες μπροστά σου τα παιδιά
αμήχανος έκανες να ρωτήσεις
αβέβαιος ποια απάντηση θα πάρεις
παράφρασες τα λόγια του Ιάκωβου
«αγόρια από το Αλέππι,
απ’ την Καμπούλ παιδιά,
μην είδατε την αγάπη μου,
μην είδατε την αγάπη μου;»
κι ένα κορίτσι που το φώναζαν Ελνάζ
απάντησε στη γλώσσα σου:
«την είδαμε στα γκρέμια του σπιτιού μας
στ’ άψυχα σώματα των πατεράδων
και από ‘κει στα βάθη του Αιγαίου,
έξω απ’ τα σύρματα που μας κρατούν ομήρους.
Κανείς δεν ήξερε
πως είναι τόσο «ωραία»…»
[…]