Πύρινη σφαίρα που βυθίζεται στο τρομερό γαλάζιο.
Ο ουρανός παίρνει φωτιά κι αλλάζει χρώμα
όπως ο δολοφόνος αλλάζει βλέμμα σαν στρέψει το μαχαίρι.
Χύθηκε αργά το αίμα. Ρέει και ακτινοβολεί στην άκρη του πέλαου.
Πόλεμος. Από το φως και το τραγούδι στη διαδοχή της νύχτας και της σιωπής.
Ήχος ωκεάνιος. Αλατισμένο κύμα και δροσερό τ ‘ αέρι. Η μοναξιά μου.
Αγγίζει κλέφτικα τη ψυχή μου και αρπάζει τη πνοή μου απ ‘ το στόμα.
Γλυκός ο νόστος μα , βαρύς. Ο νόστος του θανάτου.
Άραγε μπορεί κανείς να αγαπήσει την αναισθησία; Το όχι; Το ποτέ;
Μοίρες κακόμοιρες καραδοκούν. Εφιάλτες καταραμένοι που προδίδουν
τη σημασία του έργου, της μάχης και του αγώνα.
Για αστραφτερές ασπίδες και πορφυρούς μανδύες.
Βαρύ φορτίο η γνώση. Αφόρητα καταπλακώνει η μανιασμένη έμπνευση τον ταπεινό δημιουργό.
‘Ατλας! Αντί για ολόκληρο τον κόσμο τούτος κρατεί την απόδειξη
πως κάποτε άνθρωποι περπατούσαν επάνω του.
Πως μιαν άλλην εποχή υπήρξε θρίαμβος και θάνατος
που δίκαζαν με σιδηρά πυγμή και απλόχερα χαρίζανε γαλήνη.
Το τίμημα του δημιουργού εν ονόματι : Κανείς.
Να σέρνει το κουφάρι του. Τη τέχνη και την αυτοθυσία που τη συνοδεύει.
Τη προφητεία της εξαφάνισης χάριν του λόγου του.
Στεκούμενη η μοναξιά από πίσω του σαν μια κυρία των τιμών.
Σα μια θεά προστάτιδα χαϊδεύει τα τρεμάμενα του χέρια.
Ατενίζει το τέλος του γκρεμού.
Στο χείλος μιας άκρης που περιμένει το επόμενο της θύμα.
Επάνω σε έδαφος άγνωστο πατεί. Γεμάτο κίνδυνο.
Γεμάτος απειλή ρίχνει το μάτι του στην απέναντι όχθη.
Θωρεί το αύριο που σήμερα δεν ημπορεί να έχει.
Παγιδευμένος στη στιγμή που πολεμά να διώξει από μέσα του
σα καρκίνος που λεπτό σε ησυχία δεν τον άφησε.
Μήτε προσευχή ακούστηκε στους ουρανούς,
μήτε θυσία στους νεκρούς θεούς.
Μονάχα ένα όραμα γεμάτο σκοτεινιά.
Ένα βήμα, ένα σκαλί που θα γκρεμιστεί ξανά.
Παίρνει τ ‘ ανέμου τη πνοή και σιγοτραγουδάει
καθώς ο ήλιος πνίγεται στου σύμπαντος το πλάι.
Χρόνος άλλος δε του μένει. Ποτέ δεν είχε σχέση με τη πάροδο του.
Μονάχα το σώμα του είναι καταδικασμένο. Φθείρεται. Πάλι αλλάζει.
Οι αμείλικτες πληγές εμφανίζονται ολοκάθαρα επάνω στο κορμί του.
Κάθε πληγή, κάθε λαβωμένο μέρος και μιαν εικόνα αόρατη.
Ένας δρόμος τραχύς. Πέρασμα απέραστο. Κάστρο απόρθητο.
Μόνον οι άξιοι της οδύνης, μονάχα οι θαρραλέοι θα καβαλήσουνε τον άγριο βοριά!
Χείμαρρος θα τους ταξιδεύσει στο σκοπό τους!
Ποτάμι κι ουρανός. Φωτιά και φως. Αγάλματα με δάκρυ στολισμένα.
Δημιουργοί! Αθάνατοι έστε!
