κι αν δε σε λένε μοναξιά,
γιατί σε ξέρω καλά;
νύχτα με τη νύχτα επιστρέφω
στο άδειο κρεβάτι
το χέρι δε σε φτάνει
μα στο στόμα μου χορεύει το όνομά σου
αν εισαι φάντασμα του παρελθόντος
μην έρθεις για να μείνεις,
είναι πικρή η απουσία σου
κι η νοσταλγία κακός οιωνός
μάλα εφήμερη πνοή οικειότητας
αγαλίαση, μα ο έρωτας γελάει
ένα κενό τετράδιο, μα λείπει το στύλο
εγώ σε προσμένω, ό,τι κι αν εισαι
εγώ να σου διαβάσω παραμύθια,
να πλέξω την ύπαρξη σου με ποιήματα,
να δέσω σώμα και πνεύμα με φροντίδα,
εσύ πού είσαι;
εσύ, είσαι προϊόν της φαντασίας,
μια νεφέλη ή κραυγή δόλου;
σε ποιο χιλιόμετρο απόγνωσης θα σε συναντήσω;
και ποια η πρώτη σου λέξη;
αμφιλεγομενη ύπαρξη, όπως είθισται
όταν ζητάς και ξενυχτάς
μα δώρον άδωρο,
ματαιη καταδίκη της αυτογνωσίας
για μια σύγκλιση ενσυναίσθησης
και συνεναπόθεσης ελπίδων
πεθαίνει η ελπίδα πάντα τελευταία;