Χαράξαμε έναν δρόμο μονότονο και αδιέξοδο!
Επάνω του βηματίσαμε με τόση μανία
που πίσω μας αφήσαμε συντρίμμια και έθχρες,
βαμμένες στα χρώματα του μίσους.
Μα πώς κανείς δεν σκέφτηκε
του δρόμου αυτού το τέλος;
Λέξεις σπασμένες και πρόσωπα θλιμμένα.
Προτάσεις ημιτελείς και ψυχές ραγισμένες
σαν γυαλί, σε χιλιάδες κομμάτια σκορπισμένες.
Μάτια να στάζουν αίμα και σώματα γεμάτα πληγές,
που κανένα φάρμακο στου άνθρωπου τη γνώση
δεν μπορεί να επουλώσει.
Σώσαμε να γκρεμίσουμε ολόκληρο τον ουρανό,
να ρίξουμε όλα τα άστρα και πάνω να κρατήσουμε μονάχα το δικό μας.
Και γιατί;
Βαλθήκαμε να στερέψουμε τη θάλασσα,
Κι στ’ακρογιάλι ενός έρημου νησιού,
μοναδικοί και μόνοι ναυαγοί να παραμένουμε.
Και γιατί;
Ξεριζώσαμε τα δάση και φωτιά τα βάλαμε,
τίποτα να μη μείνει!
Τα πνευμόνια της γής, της τα στερήσαμε εμείς!
Οι άνθρωποι…
Τώρα, πάνω σε καμμένες ρίζες
πατάμε και μελετάμε μια νέα κοινωνία.
Και γιατί;
Αποκοπήκαμε απο τη φύση και μάθαμε να ζούμε
με νόμους ανθρώπινους,
που πότε διαστρεβλώνονται και πότε λειτουργούνε.
Μα πάντα προς όφελος μας.
Συμφέρον και κτητικότις.
Και γιατί;
Εγωισμέ!
Δολοφόνε της στιγμής, αρρώστια της ψυχής, εχθρέ της λογικής.
Μόνο μου μ’άφησες να αναζητώ απαντήσεις,
σε πρόσωπα γνώριμα μα πλέον μακρινά.
Σαν ήθελα να ζήσω, συ πίσω με κρατούσες
δεμένο με σκοινί, εμπρός στην επιλογή μου την αμφίβολη,
σαν τον Οδυσσέα επάνω στο κατάρτι,
μην τον πλανέψει το τραγούδι των Σειρήνων.
Θυμίσου άνθρωπε, πως μάχη δίνεις κάθε σου μέρα με το είναι σου.
Στιγμή μην πάψεις να παλεύεις τους δαίμονες της ενδοχώρας!
Τέτοιας λογής τέρατα κρύβουμε μέσα μας βαθιά, καλά θαμμένα.
Μακριά απο το φως Του Ήλιου και της Αλήθειας.
Άβυσσος ανεξερεύνητη η ψυχή μας
κι εμείς μόνοι μας κολυμπάμε στα σκοτεινά νερά της.
Και γιατί;
Μα είναι αυτονόητο.
Για το καταραμένο εγώ μας…
