Χαθήκαμε μέσα στα ίδια μας τα λόγια
Σε ένα από τα τελευταία βράδια του καλοκαιριού.
«Μικρός που είναι ο κόσμος» θυμάμαι να λέμε.
Τόσο μικρός που δεν χωράει την απογοήτευση μας.
Το αεράκι χάιδευε απαλά το μαλλί σου.
Το φεγγάρι ζωντάνευε όταν του χαμογελούσες.
Ο ουρανός πάλευε με σύννεφα μανιωδώς
Απλά για να κλέψει ένα σου βλέμμα
Και τρικυμία προκαλούσες στη λίμνη τη γαλήνια
Με τις κινήσεις του κορμιού σου.
Θυμάμαι το φως να τρεμοσβήνει
Και τον Έρωτα να ξεπηδάει μέσα και έξω από τις ματιές μας.
Σε κάθε σου γέλιο ένιωθα και πιο νέος.
Πόσο δύσκολο και ανήθικο
Μα πόσο αναγκαίο και όμορφο
Τούτο το φιλί σου, φίλη μου…
Σαν έσβησε το φως
Αφεθήκαμε στην αγκαλιά της στιγμής.
Στη θάλασσα των αισθήσεων για μια νύχτα πλεύσαμε.
Στο άγγιγμα σου να τρέμω σαν το κυπαρίσσι
Εκτεθειμένο στον βίαιο άνεμο.
Η νύχτα μας πήρε και μας πήγε
Σε στενά απερπάτητα και σκοτεινά
Που αρπάξανε φωτιά από τις σπίθες της ψυχής μας.
Ενδώσαμε στο άλογο και στο ένστικτο μας
Και πλάι μας η Ηδονή να περπατάει
Θυμίζοντας μας τούτο το φως που τρεμοέσβηνε.
Ο πόλεμος ποτέ δεν έπαψε θαρρώ.
Ακόμα μάχη δίνουμε για μια ωραία Ελένη.
Τι βάσανο να σε βασανίζει τόση ομορφιά!
Τι κρίμα να είναι όλα για το τίποτα…
Μα και πάλι.
Πάλι κάτι σώσαμε και κρατήσαμε…
