Είμαι λίγο άτυχος είναι η αλήθεια. Πολύ άτυχος. Δεν ήταν η σωστή μέρα για να την κάνω.
Σίγουρα όχι. Αλλά ας είναι. Δεν πειράζει. Κουλ.
Γύριζα σπίτι. Με το αμάξι. Είχε πολλή δουλειά σήμερα κι ήμουν κουρασμένος. Ήταν και νύχτα. Είχε και γλιστερό οδόστρωμα. Δεν σκέφτηκα να κάνω στο πλάι να βγω στα χωράφια.
Είδα τα φώτα της νταλίκας να έρχονται κατα πάνω μου. «Γαμωτο» σκέφτηκα «με τέτοιο τεράστιο όχημα κάνει ο μαλακας αντικανονική προσπέραση; Να μας σκοτώσει θέλει;»
Και με σκότωσε.
Σχεδόν ακαριαία.
Τώρα είμαι ξαπλωμένος σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, γυμνός. Κρυώνω λίγο. Δεν πειράζει όμως. Περιμένω να έρθει ο αδερφός μου να με αναγνωρίσει. Η γυναίκα μου είναι εκτός χώρας λογικά θα έρθει αύριο για την κηδεία.
Το μόνο που φοβάμαι μην της μπει καμία περίεργη ιδέα στο μυαλό και με βάλει με ανοικτό φέρετρο. Φαίνομαι πολύ αηδιαστικος. Τα παιδιά μου θα σοκαριστούν.
Κάθομαι και περιμένω. Τι στο καλό. Είμαι πεθαμένος και σκέφτομαι; Αυτή είναι η μεταθανάτια ζωή; Απλά να σκέφτομαι χωρίς να αναπνέω; Βλακεία.
Τουλάχιστον δεν υπάρχει θεός. Πάρτε τα χριστιανοταλιμπαν. Υποκριτές. Η βασιλεία του θεού και κολοκύθια.
Τελωσπάντων, μια αιωνιότητα είναι αυτή. Ας ρίξω έναν υπνάκο να κρατήσω δυνάμεις για μετά…
…
Ούτε που κατάλαβα πόσες ώρες κοιμάμαι. Μάλλον κοντά ένα 24ωρο. Πάντα δεν μπορούσα τα δράματα. Ίσως γι’αυτο με πήρε ο ύπνος για να μην ακούω τις φωνές των δικών μου.
Στην τελική και τι έγινε;
Είμαι ένας 45άρης που τον πάτησε μια νταλίκα.
Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα μικρά μωρά παιδιά. Τα ξεβράζει το κύμα, τα λιώνει ο καρκίνος. Πεθαίνουν 15χρονοι. Τους σκοτώνουν με όπλα. Πεθαίνουν νέοι άντρες. Τους μαχαιρώνουν για τις πολιτικές τους ιδεολογίες.
Σε μένα θα κολλήσουμε;
Αυτούς. Αυτούς πρέπει να κλαίμε. Όχι εμένα. Εγώ ένας απρόσεχτος είμαι με αργά αντανακλαστικά.
Ελπίζω μόνο να μην με έπαιξαν στις ειδήσεις.
Να μην έκαναν ρεπορτάζ για το ατύχημα μου, κόβοντας ώρες από το να δείξουν την τραγική κατάσταση που επικρατεί.
Κι εύχομαι ολόψυχα να μην ήταν αλλοδαπός ο οδηγός της νταλίκας. Θα πέσουν να τον φάνε οι ελληνοκαβλοι.
«Αλβανός μακελάρης έλιωσε στο πέρασμα του τον Έλληνα γυναικολογο Γιώργο Πουθενά, πατέρα δυο παιδιών.»
«Έρχονται απέξω και σκοτώνουν τα παιδιά μας»
Πωπω σαν να τα βλέπω.
Γιατί οι Έλληνες δεν οδηγούν σαν μαλακες. Έτσι είναι. Ξεκάθαρα όχι.
…
ΤΙ ΦΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ; ΤΙ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ ΑΚΟΥΩ;
ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!
ΟΧΙ!
ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ! ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ.
Τη γαμησα.
Προχωράω τώρα μαζί με άλλους λογικά πεθαμένους προς κάτι πύλες.
Ένας παππούς με άσπρη γενιαδα κάθεται ρεσεψιόν.
Κι έχει μια τρύπα δίπλα του. Φαίνεται να οδηγεί σε κάτι κόκκινο με φλόγες .
Ρίχνει μερικούς εκεί. Και μερικούς τους ανοίγει μια σιδερένια αυλόπορτα.
Η αυλόπορτα έχει από πίσω κάτι κηπους.
Κοιτα να δεις που υπάρχει παράδεισος και κόλαση τελικά.
Εντάξει Γιώργο ετοιμάσου να καείς. Δεν νήστεψες ούτε μια μέρα. Παντρεύτηκες την Φατίμα, μια μουσουλμάνα. Τελευταία φορά που πήγες εκκλησία ήταν όταν σε βάφτισαν. Και τα παιδιά σου δεν τα βάφτισες καν.
Μπροστά μου είναι ενας μουσουλμάνος. Και λιγο πιο πίσω μια πόρνη. Το καταλαβαίνω από τις ενδυμασίες αμφοτερων.
Κάτσε να πλησιάσω να δω τι παίζει. Τι τους λέει ο παππούς ο ρεσεψιονιστ.
«-Λοιπόν, Αμπντουλάχ. Πνίγηκες στη θάλασσα στα ανοιχτά της Λεσβου,προσπαθώντας να περάσεις τα συνορα. Έδωσες ένα τεράστιο ποσό για να μεταφέρεις όλη την οικογένεια σου από τα μέρη σου που γίνεται πόλεμος μήπως και έχετε μια καλύτερη ζωή. Όλη σου τη ζωή, ήσουν ένας καλός δάσκαλος. Αγαπούσες τους μαθητές σου σαν να ήταν δικά σου παιδια. Λάτρευες την γυναίκα σου και τα πέντε παιδιά σας. Χέρι δεν σήκωσες πάνω τους. Βοηθούσες τους φτωχούς από το υστέρημα σου. Δεν ξεχώρισες ποτέ χριστιανούς και αλλόθρησκους. Βοήθησες αρρώστους και φυγάδες. Η βασιλεια του θεού μας σου ανήκει.»
Έχω μείνει άναυδος καθώς βλέπω τον Άγιο Πέτρο να ανοίγει την αυλόπορτα του παραδείσου και να συνοδεύει τον Αμπντουλαχ στους κήπους του παραδείσου.
Από πίσω ακούω φασαρία, διαμαρτυρίες. Ο Άγιος Πέτρος δε δείχνει να αντιδρά. Δεν του καίγεται καρφί. Επιστρέφει στο πόστο του κι αναλαμβάνει την πόρνη.
«-Άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα Κατερίνα μου. Ο θείος σου σε βίασε όταν ήσουν 15. Έμεινες έγκυος. Οι γονείς σου δε σε πίστεψαν. Σε έδιωξαν από το σπίτι. Δεν είχες ούτε λεφτά. Ούτε δεύτερο βρακι. Είχες μόνο ένα μωρό στην αγκαλιά. Έπρεπε κάπως να ζήσεις. Έμπλεξες με κάποιους ανθρώπους , σου δάνεισαν χρήματα. Δεν μπόρεσες να τα ξεπληρώσεις. Σου πρότειναν να δουλέψεις για αυτούς να ξεχρεώσεις. Και δούλεψες. Ως πορνη. Ότι έβγαλες το έδινες στο γιο σου για να μεγαλώσει, να πάει σχολείο, να μπει στο πανεπιστήμιο. Μπήκε. Ζήτησες να φύγεις από τη δουλειά. Μα τι άλλη δουλειά να έκανες μετά από είκοσι χρόνια; Είχες στιγματιστεί. Συνεχισες εκεί. Ο γιος σου δε σε χρειαζόταν πια. Όμως βρήκες και πάλι τον τρόπο σου να βοηθάς ανθρώπους. Έσωσες την δεκατετράχρονη Λαρίσα που την έφεραν στο μαγαζί τάχατες για να δουλέψει σερβιτόρα και ήθελαν να κάνει κονσομασιον. Της έδωσες όλες σου τις οικονομίες και την έστειλες σε μια δικηγόρο που ήξερες. Πήρε πίσω το διαβατήριο και την ταυτότητα της. Ξέφυγε. Τώρα είναι καλά. Μετά μάζεψες ότι ρούχα δεν φορούσες πια και τα έδωσες στους πρόσφυγες. Τους έδωσες και κάποια χρήματα. Στάθηκες στο πλάι της γειτόνισσας σου που την έδερνε ο άντρας της. Την έκρυψες στο σπίτι σου. Πήγες μαζί της στη δίκη. Κατερίνα η βασιλεια του θεού δικαιωματικά σου ανήκει. Καλωσήρθες!»
Έχω πάθει σοκ. Μα ένας άντρας από το πλήθος πλησιάζει τον άγιο.
«Άκου να δεις Άγιε. Τι είναι αυτά που συμβαίνουν εδώ. Επέτρεψες στον βρωμιάρη τον αλλόθρησκο τον μπαμπουίνο να μπει στον παράδεισο, τώρα επιτρέπεις και στην πουτανα; Τι πράγματα είναι αυτά; Εμείς μια ζωή νηστεύαμε, πηγαίναμε εκκλησία κάθε Κυριακή. Διαδηλώναμε για να μην έρθουν οι ταλιμπαναδες και μας αλλοιώσουν τον πολιτισμό και τη θρησκεία. Τους διώχναμε από τα σπίτια τους. Αυτούς που καίγανε την Αγία τράπεζα. Εμείς είμασταν σωστοί χριστιανοί, ακολουθούσαμε κατά γράμμα το ευαγγέλιο, προσκυνούσαμε τον έναν τον Ιησού τον υιό του θεού και τώρα θα μας βάλεις πάλι μαζί τους στον παράδεισο; Τι είναι αυτά; Θαρρείς κι είσαι κανας μποσελβικος κατσαπλιάς συμμορίτης φέρεσαι. Η Ελλάδα είναι μια κι η ορθοδοξία παντοτινή!»
«-Κώστα, τέκνον μου, όντως τα κάνατε όλα αυτά. Έχεις δίκιο. Μα κανεις ένα μεγάλο λάθος. Αυτοί θα πάνε στον παράδεισο. Εσυ όχι. Δεν έδωσες από τους δυο σου χιτώνες τον έναν. Δεν αντιμετώπισες όλους τους ανθρώπους σαν παιδιά του ίδιου θεού. Δεν βοήθησες τους φτωχούς και τους πεινασμένους. Βοηθούσες μόνο όσους δεν χαλούσαν την αισθητική σου και την αφυψηλου ιδέα που είχες για τον εαυτό σου. Στην εκκλησία ερχόσουν κι ούτε μισή διδαχή δεν κατάλαβες. Δεν σου αξίζει καμία βασιλεια. Μόνο η κόλαση. Τι να τις κάνω τις νηστείες και τις προσευχές όταν έζησες μια ολόκληρη ζωή μέσα στο μίσος; Δεν μας ένοιαξε ποτε πραγματικά τι βάζεις στο στόμα σου κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Μόνο οι σκέψεις κι οι πράξεις σου μας ένοιαζαν. Κι όχι δεν σε κορόιδεψε κανεις. Απλά εσυ κι οι όμοιοι σου δεν ξέρετε να ερμηνεύετε το λόγο του Κυρίου.»
Βλέπω τον Άγιο Πέτρο να σπρώχνει με θυμό τον Κώστα τον φασίστα στην τρύπα προς την κόλαση. Πλησιάζω για να ακούσω την ετυμηγορία για μένα…
Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν πιο ευτυχισμένος.
Υπάρχει Θεός ρε. Δεν είναι παντοδύναμος, μα είναι δίκαιος. Έστω και μετά τον θάνατο. Είναι δίκαιος.