Η Συνωμοσία της Γελαστής Συμμορίας || Του Prattler

Όλα ήταν έτοιμα. Η μέρα που περίμεναν πως και πως. Όλοι τους ήταν πανέτοιμοι. Πρώτος και καλύτερος ο Μαντ.

Φορεσε τα «καλά» του και όρμησε προς το κέντρο της πόλης. Δεν είχε πιάσει τα μαλλιά του πίσω,ενώ το πρόσωπο του φωτίζονταν από ένα χαμόγελο ως τα αυτιά,ένα χαμόγελο που ταλανίζεται μεταξύ τρέλας και πλήρους ευτυχίας. Για το Μαντ ήταν το ίδιο.

~~

Όταν εξέφρασε την ιδέα αυτή τον θεώρησαν τρελό. Φίλοι του γύρισαν την πλάτη. Γνωστοί απομακρύνθηκαν. Ακόμη και η οικογένειά του διατηρούσε τυπικές σχέσεις μαζί του πλέον. Όταν εξέφρασε τα θέλω του, όλοι του απάντησαν το ίδιο.

«Είσαι εντελώς ηλίθιος ή τρελός;»

Πέρασαν χρόνια μέχρι να βρει κι άλλους «τρελούς». Πρώτη ήταν η Λούνα,που γνωρίστηκαν τυχαία στο δρόμο. Ακολούθησαν πολλοί μετά από αυτούς. Όταν πλέον η συμμορία είχε ανδρωθεί κατάλληλα, δεν έχασαν χρόνο και οργάνωσαν αυτό που τους ένωσε αρχικά…

~~

Ο Μαντ διέσχισε τη Γκρίζα Πλατεία απαρατήρητος. Βέβαια σκοπός του ήταν να τον προσέξουν αλλά δε βαριέσαι. Ούτως ή άλλως,σε λίγο θα ήταν το κέντρο της προσοχής.

Έφτασε στο πλέον κεντρικό σημείο της Πόλης. Το συντριβάνι μπροστά από το Δημαρχείο , που υψώνονταν μπροστά του όπως τα «όχι» τους στα «θέλω» του. Ένιωθε την καρδιά του να λυσσομανά και να θέλει να σπάσει το κοκάλινο κελί της. Αν η ζωή του ήταν ταινία, αυτή η σκηνή ήταν όλη της η ουσία. Κοίταξε μια τελευταία φορά γύρω του. Γκρίζες , κακεντρεχείς φάτσες και ανέραστοι γέροι ετών τριάντα.

Το έναυσμα δώθηκε. Πέρασε τα κάγκελα αν-ασφαλείας, με ένα σάλτο βρέθηκε στην άκρη του συντριβανιού, ανέβηκε στο κέντρο του και ισορροπώντας σαν έμπειρος κασκαντέρ, κοίταξε γύρω του με έπαρση.

Ο χρόνος είχε σταματήσει. Όλοι είχαν σωπάσει και εστιάσει στον αλλόκοτο Παράφρωνα που έπαιζε κορώνα – γράμματα με την ηλεκτροπληξία ή τον οποιονδήποτε σοβαρό τραυματισμό. Μερικοί ήδη περιφρονούσαν και αποδοκίμαζαν σιωπηλά.Ομως ο Μαντ δεν πτοήθηκε. Κάθε άλλο,κοίταξε ξανά γύρω του και άρχισε να απαγγέλει σαν από ποίημα τα εξής.

«Άνθρωποι! Το όνομα που μου έδωσαν δεν το θυμάμαι πια,μα θυμάμαι ποιο μου δώσατε εσείς. Με είπατε τρελό. Με είπατε βλαμμένο, επικίνδυνο. Εάν λοιπόν θέλετε να με ορίσετε τρελό, σας δίνω το ελεύθερο. Αλλά θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Πότε η ευτυχία έγινε τρέλα;»

~~

Κάποιοι υπάλληλοι του δημαρχείου πήραν πρέφα τι συμβαίνει,κοιτάζοντας από τα παραθυρά τους. Ήδη ένας από αυτούς είχε το ακουστικό στο αυτί του και μιλούσε οργισμένα στην άλλη πλευρά.

~~

«Κοιταχτείτε. Κάτι είναι τελείως λάθος στα πρόσωπά σας. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Είστε θλιμμένοι. Είστε μουντοί. Είστε αγχωμένοι. Και όλα αυτά για ποιον; Για αυτούς; Τόσο υπόχρεοι νιώθετε που έχετε θυσιάσει την ευτυχία σας για αυτούς;» Δείχνοντας με μανία και ένταση το δημαρχείο.

~~

Οι αρχές είχαν ειδοποιηθεί. Ήδη αρκετοί ένστολοι πλησίαζαν με βήμα ταχύ την περιοχή. Οι του δημαρχείου είχαν κατέβει με αιμοδιψείς ορέξεις.

~~

«Εγώ μπορεί να είμαι τρελός,αλλά εσείς είστε εγκληματίες! Σκοτώσατε τους εαυτούς σας! Σκοτώσατε τη ζωή! Έχετε καταντήσει αναίσθητοι αριθμοί. Αυτό είναι η ζωή για εσάς; Μέσα στο φόβο και τη μιζέρια; Τη μοναξιά και τη μαυρίλα; Γιατί; Γιατί δε γελάτε ρε δειλοί; Αυτούς φοβάστε;»

~~

Οι Ένστολοι έχουν περικυκλώσει το συντριβάνι. Δεν μπορούν ωστόσο να περάσουν ανάμεσα από το πλήθος. Δεν τους έχει πάρει χαμπάρι κανείς. Αναγκάζονται να διατηρήσουν τη θέση τους. Την ίδια στιγμή, ένας τύπος από το Δημαρχείο έχει κατέβει κάτω. Το στόμα του αφρίζει, είναι κατακόκκινος και κρατάει κάτι αιχμηρό. Στη θέα του πλήθους όμως,κάνει κάποια βήματα πίσω. Ηρεμεί και περιμένει.

~~

«Δείτε τους. Νομίζουν μας έχουν περικυκλώσει. Μια χούφτα μαφιόζων,εθισμένων στην εξουσία και τον πόνο του άλλου. Τι φοβάστε; Αυτούς; Τόσα χρόνια πίσω από ένα προσωπείο,μια στολή, ένα κοστούμι, έχουν ξεχάσει πως είναι το Χαμόγελο. Και όσο φορούν αυτά που τη ζωή διαφθείρουν, τόσο πιο δύσκολο είναι να τους συνετίσουμε. Θέλουν τη βοήθεια όλων μας. Ακόμη κι αν δεν τη ζητούν φωναχτά, το χαμόγελο που έχουν μέσα τους ουρλιάζει και θα σπάσει αυτή τη πορσελάνη που νομίζουν δε σπάει. Νομιζουν υπηρετούν κάποιο σκοπό. Νομίζουν ότι ευχαριστιούνται. Έχουν σαπίσει τόσο που έχουν ξεχάσει τι ακριβώς είναι. Ήρθε η ώρα να τους το θυμήσουμε!»

~~

Μια βουή γέλιου ξεχύνεται στους δρόμους, φτάνοντας όταν είναι πια αργά στο Συντριβάνι. Οι Ένστολοι, περικυκλωμένοι από το πλήθος, πετούν τα όπλα και προσπαθούν να απομονωθούν από τον εκκωφαντικό ήχο γέλωτα που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Σε όλον αυτόν τον υπέροχο πανικό,μπορεί κανείς να διακρίνει τα πιο δυνατά γέλια. Είναι της Λούνα και των συνωμοτών. Σιγά σιγά όμως,όλα τα γέλια γίνονται ένα. Τα τζάμια σπάνε και το Δημαρχείο αρχίζει να σείεται. Μερικοί υπάλληλοι ήδη γελούν δυνατά. Ο Μαντ ρίχνει το πιο όμορφο χαμόγελο και κλείνει την ομιλία του.

~~

«Ας πνίξουν τα γέλια μας όλη τη μιζέρια και τη σκλαβιά της θλίψης και της αποξένωσης. Είμαστε άνθρωποι! Ζούμε,δεν επιβιώνουμε! Τα γέλια μας να σπάσουν τις απάνθρωπές τους μάσκες! Με χαμόγελο γκρεμίζουμε το σάπιο τους κόσμο! Πιο δυνατά,πιο τρανταχτά,να μας ακούσουν μέχρι και οι κουφοί!»

~~

Έχουν περάσει χρόνια από εκείνη τη μέρα. Ήμουν κι εγώ στο πλήθος. Ήσουν κι εσύ. Δε θυμάμαι πότε γέλασα πριν από εκείνη τη μέρα. Ξέρω όμως,πως από τότε δε σταμάτησα ποτέ.

Εσύ;

2 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.