Στο παλιό σπίτι όπου πλέον δεν ανήκει σ’ εμάς,
Ήρθα να πάρω αναμνήσεις της δικής μου γενιάς
Και τότε έπεσε το μάτι μου σε μια ζωγραφιά
Του ξεχασμένου απ’ τη βιοπάλη, πιτσιρικά.
~
Βουρκώμενος να κοιτάζω αυτή την τσαπατσουλιά,
Που απεικόνιζε χαρούμενα να παίζουν παιδιά,
Που η ανάγκη για επιβιωση τα γέρασε πια,
Γι’ αυτό δεν έχουν μαλλιά,
Και προχωράνε βαριά.
Κι εγώ στη σκέψη αυτή τρελένομαι και βρίζω πικρά,
Και με μια δόση νοσταλγίας αναπολώ τα παλιά,
Που τα παιχνίδια που μεγάλωσα φαντάζουνε πια,
Ειρωνικά τραγικά,
Πλήρως τρομοκρατικά.
~
Θυμάμαι παίζαμε κρυφτό πάντα στου Γιώργου την αλάνα
Ξεκινούσε να φυλάει κι εμείς στρωνόμασταν στα πλάνα ,
Μετρούσε πέντε-πέντε έως το εκατό
«Φτου και βγαίνω, ρε κουφάλες, μην τυχόν και σας βρω»
~
Θεέ μου, πόσο χρήσιμα κατάντησαν ‘κείνα τα πλάνα,
Γιατί επικίνδυνο με έκρινε μια τυφλή ρουφιάνα,
Δικαιοσύνη τη φωνάζουν, και χωρίς λογική,
Την Ηριάννα και τον Τάσο έριξε στη στενή.
Και στο βωμό της «λευτεριάς» μου κρύβομαι σαν το λαγό,
Λες κι η ζωή που κάνω ήδη δε μου κάνει κακό,
Και σαν ακούσω από πίσω κάποιο βηματισμό,
Τρέχω για να κρυφτώ,
Σα να παίζω κρυφτό.
Και αν φυλούσα, δεν θα ‘ξερα πια ποιον να πρωτοφτύσω,
Φτου για το χαφιέ π’ όλο με παίρνει από πίσω.
Φτου για το μπάτσο που εχθές μου έλεγξε τα χαρτιά,
Φτου για την τράπεζα που κλέβει σπίτια απ’ τα ορφανά,
Και τα πουλάει μετά,
Σ’ αυτούς που έχουν λεφτά.
Φτου στο φασίστα που, για το έθνος σας, τον πρόσφυγα σκοτώνει,
Που καταλήψεις καίει, γυναίκες ξυλοφορτώνει,
Κι όταν η φάση είναι δύσκολη φωνάζουν τη «μαμά»
Γιατί γι’ αυτήν πολίτης είσαι αν δεν έχεις μαλλιά,
Και αν σκοτώνεις παιδιά,
Γιατί δεν είναι λευκά.
~
Σε κάθε διάλειμμα όλη η τάξη έπαιζε κυνηγητό,
Κι όλοι φοβόμασταν το Μάκη, το «πιστόλι», το κοντό,
Που πάντα κυνηγούσε και με βήμα γοργό,
Σ’ έφτανε στο λεπτό,
Σ’ έπιανε και σε μετέτρεπε σε κυνηγό.
Το Μάκη είδα μετά από χρόνια σε πορεία το Νοέμβρη,
Όταν αυτος κι η φάρα του σε μια διαδήλωση επενέβη,
Και να σου πάλι εμείς να παίζουμε κυνηγητό,
Μα αυτός φορούσε στολή,
Κι εγώ έσβηνα απ’ τον καπνό.
~
Για το μικρό , αφελή και ονειροπόλο εαυτό μου,
Που τότε δε θα γνώριζε το αίσθημα του τρόμου,
Και στη μπάλα μ’ορμη έπεφτε μπας και νικήσει στα μηλάκια,
Κι ας έβλεπε τη βία αυτή σαν να ‘ταν μία πλάκα,
Κι όταν, αργότερα, στο γήπεδο , του ‘σκάσαν στο κεφάλι,
Μια καρέκλα φονική, που την ξηλώσαν «οι άλλοι»
Ούτε στιγμή το σκέφτηκε, μα τι ‘ναι τα μηλάκια;
Ένα παιχνίδι βίας, που το παίζαμε παιδάκια.
~
Για όλους λοιπόν τους μικρούς, τους στίχους τούτους δίνω,
Σαν παρακαταθήκη για έναν κόσμο που αφήνω,
Κουφάλες,μην μαυρίσετε τ’ αθώα όνειρα τους,
Τα γέλια τους αποτελούν για εσάς αργούς θανάτους.
Και ας τα μάθατε να είναι από μικρά μέσα στη βία,
Και ας γουστάρετε να ασκούν όπως κι εσείς την εξουσία,
Με άνθη και αγκαλιές να δεις που θα σας γονατίσουν,
Και νέα παιχνίδια, υγιή , θα έχουν, να μας δείξουν.
Πηγή της φωτογραφίας εξωφύλλου: http://www.starryeyedtravels.com/2012/07/friday-photo-stars/