Ο Δαίμων || Του Prattler

Ήτανε λέει μια πρωία σκοτεινή,

Όταν ο Δαίμων δημιουργήθηκε επιγείως,

Γεννήθηκε σε μια χώρα μακρινή,

Στην όψη άγριος, μα στη φάτσα ήταν γελοίος.

~

Μικρός σαν ήταν την περνούσε στα γραπτά,

Διάβαζε λόγια από ανθρώπους σαλεμένους,

Κι οι άλλοι τον χλεύαζαν γελώντας δυνατά,

Καθώς τον μέτρησαν μαζί με τους «μπλεγμένους».

Όμως εκείνου δεν του κάηκε καρφί,

Μα όταν για πρώτη φορά έγραψε κάτι,

Ωσάν το διάβασε ο νους του σαν να εχάθη,

Σαν να ξανάνοιξε μιά παλιά πληγή.

~

Έζησε χρόνια με το φόβο της γραφής,

Πένα δεν άγγιξε μα μόνο να υπογράψει,

Κάτι χαρτιά που χρήματα του ‘χανε τάξει,

Σαν ολοκλήρωνε τη βάρδια,τη δουλειά.

Αλλά ο δαίμων σε ησυχία δεν καθόταν,

Μέσα του μούγκριζε, απαιτώντας τα ηνία,

Μια πένα,ουίσκυ, δυο τσιγάρα και βιβλία,

Για να ηρεμήσει η άγρια έμπνευση που τ’ ερχόταν.

Όμως τον κράτησαν δεμένο οι γιατροί,

Παρέα με χάπια,με ενέσεις και με ντρόγκια,

Που του τα έσπρωξαν με δήθεν κι άδεια λόγια,

Λέγαν για υγεία κι ηρεμία ψυχική

~

Το δαίμων νόμισαν πως είχαν πια πατάξει,

Ετών 40, τη μιλιά του είχε χάσει,

Κρεβατωμένος, σαν να τον είχε πια ξεχάσει,

Ο Χάροντάς που του κολλούσε από παιδί.

Μα μία μέρα ένας θρασύτατος γιατρός,

Το πρώτο αυτό γραπτό μπρος του κουνούσε,

Και τον κορόιδευε, τον έφτυνε, γελούσε

Όπως και τότε, και του βγήκε ένας θυμός…

~

Το βλέμμα κέντραρε τον άμοιρο γιατρό,

Το χέρι έπιασε τη σύριγγα με μία,

Και σε στιγμές , βρισκόταν πια με μια κραυγή,

Ανάμεσα στου ντόκτορα το βλέμμα το χλωμό…

Άρπαξε απ’ τ’ άψυχο κουφάρι το βιβλίο,

Που εξαιτίας του δε γνώρισε ζωή,

Το διάβασε και σαν να του ‘πες εν’ αστείο,

Γελασε σαν να του αναστήθηκε η ψυχή.

~

Και έτσι ο δαίμων μας μάς άφησε, σειρά!

Και μανιωδώς στους δρόμους που περιπλανιόταν,

Έγραφε μόν’ αυτά που απ’ άλλους δε γραφόταν,

Γιατί ήταν λόγια αμαρτωλά και φοβερά.

~

Κι όσο για ‘μένα που ειμ’ ακόμη εδώ κλειστός,

Θα ‘θελα να ‘χω κι εγώ ένα «βιβλίο»

Να έβρισκα δύναμη να φάω τον γελοίο,

Που με έχει κάνει γι’ αλχημείες τρωκτικό.

Κάποιες φορές που ‘χω δυνάμεις να σκεφτώ,

Τον Δαίμων τούτο στο μυαλό μου γυροφέρνω,

Π’ όλοι τον είχαμε λογίσει για έναν ξένο,

Κι όμως συνάμα είν’ ένα πρόσωπο γνωστό…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.