Άλλη μια μέρα που τελειώνει με επιστροφή στο Κλουβί,
Που άλλοι χτίσανε για ‘μένα δίχως να δώσω αφορμή,
Μόλις γεννήθηκα με βίδωσαν μπροστά στο κουτί,
Που μου ‘μαθε τα ήθη, τους νόμους , τη ζωή.
~
Και από μικρό με δίδαξαν με στόμφο οι δασκάλοι μου,
Πως το κλουβί είναι ωραίο,
Κι η λευτεριά που ονειρεύτηκα μια μέρα μες τη ζάλη μου,
Όνειρο είν’ μάταιο, απίθανο, μοιραίο.
~
Έζησα χρόνια πολλά,
Αγαπώντας το κλουβί μου,
Έβαψα τους τοίχους με χρώματα χαρωπά,
Έντυσα Παράδεισο τη σάπια φυλακή μου.
~
Μα κάποτε έριξε βροχή,
Και διέλυσε το χρώμα,
Ούρλιαξε ξανά παρών το βάρβαρο Κλουβί
Κάνοντας την πλάνη μου ένα με το χώμα.
~
Αναστήθηκε ο Λέφτυ του Οντέτς,
Το Στόμα του Μπέκετ ψέλλισε «Βοήθεια»,
Ένιωσα το μάτι του Μεγάλου Αδερφού,
Να φωτογραφίζει την κάθε μου ασήμαντη συνήθεια.
~
Και ούρλιαξα με βία και πόνο ψυχής
«Πόσα χρόνια έχασα βαμμένος ευτυχής!»
Τα σίδερα με έπνιγαν, δεν είχα οξυγόνο,
Ούτε τη μιζέρια μ’ άφησαν, όπως γουστάρω, να σκοτώνω.
~
Τα κοίταζα και ήθελα σα λύκος να τα ορμήσω,
Να τα σπάσω , να τα διαλύσω, να τα ξεφτιλίσω.
Μα την οργή μου καλμάρε ο φόβος και η σκέψη,
Πως το κλουβί είν’ συμπαγές,βαρύ, και θα με ξεπαστρέψει.
~
Μα ο φόβος τάισε την οργή,
Κι η οργή μ’ πια λυσσαλέα,
Άδραξε τα άψυχα κλουβιά,
Σκόνη θα τα ‘κανε, με μια μόνο γροθιά.
~
Απεδείχθη πως το Κλουβί μάταια είχα θεοποιήσει,
Δεν ήθελε πάρα μια σπρωξιά για να τα διαλύσει.
Σα χάρτινο το έσκισα και βγήκα απ’ τα δεσμά του,
Τερμάτισα την άρρωστη, τη φθείρουσα δουλειά του.
~
Τον κόσμο είδα γυμνός,
Μα πλέον ήμουν εγώ,
Είδα έναν κόσμο που δεν ξέρω,
Μα που θα μάθαινα εν καιρώ.
~
Αν υπάρχει Θεός, θα ήτανε η νέα αυτή ζωή.
Μακριά από δασκάλους, μπάτσους,πολιτικούς, ναζί.
Μακριά απ’ το Κλουβί και άθλιο κουτί,
Όπως μπορώ,όσο μπορώ,και μ’ ότι χρειαστεί.
~
Ήμουν δυστυχής μα πλέον ευτυχισμένος,
Ζούσα μόνο από ευτυχία πολιορκημένος,
Μ’ είπαν τρελό , μ’ είπαν χαζό, καθόλου δε με νοιάζει,
Όταν ζεις μες το Κλουβί, με μιζέρια και φόβο σε δηλητηριάζει.
~
Παράτα το Κλουβί,
Η ζωή είναι ωραία.
Άραξε παρέα με τους τρελούς,
Νιώσε τον αγέρωχο αέρα.
~
Κι όσο για αυτούς που στο Κλουβί τη ζούνε,
Είθε τη δύναμη να βρουν , έξω απ’ αυτό να δούνε.
Τα κάγκελα τα ορίζουν άλλοι, μα το βλέμμα σου εσύ,
Υψωσέ το λοιπόν, κάνε την αρχή!
~
Να δεις που κάποτε θα γίνουνε αφόρητα,
Και όλοι θα ξεσπάσουν.
Οι φλόγες θα γίνουν πυρκαγιές,
Όλο το γκρι να κάψουν!
~
Το σκοτάδι μέρα θα γενεί,
Κι η θλίψη ευφορία,
Ζήτω η ελεύθερη, αλητικη ζωή,
Ζήτω η υπέροχη, η κόκκινη Ουτοπία!