Η Θάλασσα || Του Prattler

Θυμάμαι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που πηγαίναμε για ψάρεμα με την οικογένειά μου και τους παππούδες μου. Πάντα σε ένα συγκεκριμένο μέρος, μακριά από τα πλήθη και τη φασαρία.

Το μέρος αυτό δεν θυμάμαι επακριβώς που βρίσκεται,θυμάμαι όμως δύο πράγματα: Είχε το παρατσούκλι «Μακέχαν» προς τιμήν του ομώνυμου ηθοποιού,ο οποίος σε κάποια ταινία του βρίσκεται σε ένα μέρος με τρομακτική ομοιότητα στην ξεχασμένη απ το Θεό παραλία που ψαρεύαμε , και πάντα δεν υπήρχε ψυχή,παρά μόνο κάτι σκυλιά που κάνανε παρέα τους ελάχιστους ψαράδες που άραζαν παραδίπλα,σε ένα μικρό λιμανάκι, τα καΐκια τους, και έναν τύπο που βρισκόταν παντα σχετικά κοντά μας, και πετούσε πέτρες στη Θάλασσα…

~

Την πρώτη φορά που τον είδα ζήτημα να ήμουν πέντε-έξι χρόνων. Μου φάνηκε περίεργο που τόσο ο πατέρας μου όσο και ο παππούς μου δεν είπαν κουβέντα στον πιτσιρικά,ο οποίος ήταν μεν ανήλικος αλλά σε εφηβική ηλικία. Εγώ αν τύχαινε να πετάξω πέτρα στη θάλασσα ξεκινούσε το κήρυγμα. «Μη, Θανάση, μπορεί να σου ξεφύγει και θα τρέχουμε» «Μη, Θανάση, διώχνεις τα ψάρια». Σε κάποιο απ’ τα ψαρέματα λοιπόν,που κλασσικά βαριόμουνα γιατί δεν είχα μεχρι τότε εκτιμήσει την αξία της ηρεμίας, ρώτησα τον πατέρα μου γιατί αυτός -που είναι και μεγαλύτερος- να πετάει πέτρες κι εγώ όχι. «Μην ασχολείσαι μ’ αυτόν» μου είπε απλά και απότομα. Συνήθως όταν είναι απότομος, το εννοεί αυτό που λέει. Τήρησα κατά γράμμα αυτό που μου είπε για πολύ πολύ καιρό.

~~

Πέρασαν κοντά δέκα χρόνια, όταν σ’ εκείνο το μαγευτικό απομονωμένο μέρος αποφάσισα να παρακούσω τον πατέρα μου. Είχα φτάσει στο προ ενηλικίωσης στάδιο της εφηβείας μου και είχα μάθει να εκτιμώ την τρανκιλα που σου προσφέρει το ψάρεμα. Ένα πράγμα όμως μου τη χαλούσε. Λίγο παραδίπλα, ο τριαντάρης σχεδόν τύπος εξακολουθούσε να πετάει πέτρες. Το «πέταγμα» είχε αλλάξει ανά τους καιρούς. Πλέον ήταν βίαιο,δεν ήταν παιχνιδιάρικο. Σε κάθε τίναγμα του χεριού του η πέτρα εκτοξεύονταν όλο και πιο μακριά , ακολουθούμενη από βρυχηθμούς που τους έπνιγε ανάμεσα στα δόντια του.

Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά ήθελα να μάθω τι συμβαίνει. Πλησίασα και παρατήρησα την προσήλωση που είχε στο «έργο» του, καθώς για πρώτη φορά σε διάστημα πολλών χρόνων κάποιος από τους γνωστούς άγνωστους παρευρισκόμενους τον πλησίαζε, αλλά δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στην ύπαρξη μου.

«Γιατί τις πετάς στη θάλασσα;» Ρώτησα με τη φωνή να πατινάρει από ένα ανεξήγητο άγχος.

«Την εκδικούμαι» είπε αγριεμένος και με κοίταξε με ένα φανερά ενοχλημένο βλέμμα για να συμπληρώσει «Δίνε του».

Απομακρύνθηκα δίχως δεύτερη σκέψη.

~~~

Πέρασαν παραπάνω από 30 χρόνια όταν επέστρεψα στου «Μακέχαν». Πολλά είχαν αλλάξει. Η παραλία πλέον ήταν σε κακή κατάσταση. Σκουπίδια είχαν καλύψει τη μια μεριά της παραλίας σε σημείο που δε φαινόταν η ξανθή αμμουδιά. Η άλλη μεριά, μέχρι και τα βράχια, ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήμουν παιδάκι κι ερχόμουν με τον πατέρα και τον παππού μου.

Ο πατέρας μου αποφάσισε να μην έρθει. Άλλωστε το είχε ελαττώσει πλέον. Δεν είχε τις ίδιες δυνάμεις πλέον να δολώνει,να ξεδολώνει, να στήνει, και τα συναφή. Όσο κι αν γούσταρε τη θάλασσα,άλλο τόσο δε γούσταρε τα γηρατειά. Ήταν άλλωστε αυτά που πρόσφατα φάγαν τον «ατσαλάκωτο» παππού και τα κρατούσε μούτρα.

Η παρέα μου πλέον ήταν μια κάσα μπύρες,λίγο πρόχειρο φαΐ και δυο πακέτα τσιγάρα. Ποιος να μου το ‘λεγε ότι θα έβρισκα καταφύγιο σε μια δραστηριότητα που πριν αρκετά χρόνια δεν μπορούσα να αποφύγω και την είχα ως χάσιμο χρόνου. Τελικά οι άνθρωποι αλλάζουν,σκέφτηκα φευγαλέα…Και τότε ασυναίσθητα κοίταξα πάλι προς τα δεξιά μου,όπου πάντα υπήρχε εκείνος ο τύπος που πετούσε τις πέτρες…

Κι όμως ήταν εκεί. Κουρασμένος και βαρύς,με τα μούσια του να είναι γκρίζα και κίτρινα απ την κατάχρηση του τσιγάρου. Είχε βάλει κιλά και πιθανότατα απέκτησε κάποιο πρόβλημα στα πόδια του,καθώς στεκόταν ρίχνοντας το βάρος του στο ένα μόνο πόδι. Τις πέτρες τις πετούσε με το ζόρι. Οι κραυγές του ήταν υπόκωφες και μετά βίας τις άκουγα.

Σε κάποια φάση πέταξε μια πέτρα κάπως άτσαλα, παραπάτησε,στρίγγλισε απ’ τον πόνο, ούρλιαξε μια βρισιά και έμεινε στο χώμα. Συνειδητοποίησα πως έκλαιγε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα μια μπύρα και περπάτησα προς το μέρος του. Για άλλη μια φορά,αγνοούσε πλήρως την ύπαρξη μου. Αποφάσισα όμως να το δεχτώ. Κάθησα παράμερα άνοιξα τη μπύρα μου και άναψα το τσιγάρο μου. Πέρασε αρκετή ώρα, δε θυμάμαι πόσο, όταν εντέλει είχε σταματήσει. Πήρε τη μπύρα που του είχα αφήσει, του πάσαρα κι ένα τσιγάρο και απλά συνέχισα να κοιτώ τη θάλασσα. Κάποια στιγμή ένιωσα το βλέμμα του πάνω μου. Ήταν η ευκαιρία μου.

~~~~

«Γιατί την εκδικείσαι;» Ρώτησα κοιτώντας τον για πρώτη φορά στα μάτια, και μπορώ να πω πως πιο ταλαιπωρημένα μάτια δεν είχα ξαναδεί.

Προσπάθησε να μείνει σιωπηλός. Βούρκωσε όμως γρήγορα και επιτέλους μου μίλησε.

«Αυτή η καργιόλα πριν χρόνια μου έκλεψε τον πατέρα μου» ψέλλισε με λυγμούς. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.

» Πάντα έφευγε για κάμποσο καιρό και γυρνούσε. Βλέπεις,ψαράς άνθρωπος, αναγκάζονταν να αφήσει την οικογένειά του κάθε χρόνο για 6 μήνες. Μέχρι που ξαφνικά εμφανίστηκε νωρίτερα. Όχι σε όλους,σ’ εμένα. Τον έβλεπα αλλά είχα κλειστά μάτια. Ένιωθα πως κινούμουν αλλά ήμουν ακίνητος. Αισθανόμουν αλλά ορκίζομαι πως ήμουν αναίσθητος. Το τοπίο ήταν τόσο ξένο όσο και γνώριμο. Τόσο ακαθόριστο μα τόσο συγκεκριμένο…
Ερχόταν προς τα εμέ με βήμα αργό. Ήταν χαρούμενος.

<<Θα αργήσεις να με ξαναδείς, γιέ μου. Πάω στην αγαπημένη μου, αυτή που της χρωστώ τα πάντα. Και όταν σε καλεί δεν μπορείς να απαρνηθείς. Θα τα πούμε απέναντι, όταν πια δε θα μπορείς να της απαρνηθείς κι εσύ τίποτε…>>

Την επομένη κατάλαβα πως τον είχε καταπιεί η θάλασσα. Το έλεγε, άλλωστε, το χαζοκούτι. Μπορεί να λέει πολλές βλακείες,αυτό όμως ήταν αληθινό. Το ήξερα.

Έκτοτε κάθε μέρα έρχομαι εδώ και την πληγώνω. Τις πετώ πέτρες να ματώσει. Να μετανιώσει που μου πήρε τον πατέρα μου. Που με άφησε ολομόναχο.

Με τον καιρό κατάλαβα πως δεν έχει ανάγκη αυτή. Άλλωστε έχει ήδη πέτρες στον πυθμένα της. Οπότε πήρα απόφαση να χτίσω τη γέφυρα να πάω να τον βρω. Πάει καιρός και η πρόοδος μου είναι μηδενική. Αλλά το νου σου, παράξενε, θα τη χτίσω!»

Πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη να τον συνετίσω, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω. Αλλά η σκέψη αυτή διαλύθηκε μόλις είδα τη λάμψη των ματιών του στην τελευταία του φράση. Το πίστευε. Κι είχα πολύ καιρό να δω άνθρωπο να πιστεύει σε κάτι με τόσο πάθος. Πάθος που του όρισε τη ζωή. Πάθος που δεν έσβησε ποτέ,κι ας γέρασε. Πάθος που ίσως κι ο ίδιος καταλάβαινε πόσο μάταιο ήταν , αλλά αυτή του η ματαιότητα δεν τον εμπόδισε να προσπαθήσει να το υλοποιήσει.

Έσβησα το τσιγάρο και σηκώθηκα. Του έδωσα το χέρι μου να τον βοηθήσω να σηκωθεί,κερδίζοντας ένα περίεργο και ύπουλο βλέμμα. Μόλις σηκώθηκε,πήρα μια πέτρα,τον κοίταξα και την πέταξα με βία στο νερό. Έπειτα πήρα άλλη μία, και πάει λέγοντας. Με κοίταξε και τον είδα για πρώτη φορά να χαμογελάει.

Το χαμόγελο ακολούθησε γέλιο βαρύ και από ψυχής, συνάμα με το «λιθοβολισμό» της θάλασσας.

Θα τη χτίσουμε τη γέφυρα,το νου σας!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.